Επικήδειο εκφώνησε ο Φίλης στην κηδεία του Λυριτζή
Πλήθος κόσμου βρέθηκε σήμερα στο 1ο Νεκροταφείο Αθηνών, για να αποχαιρετήσει τον σπουδαίο δημοσιογράφο Βασίλη Λυριτζή, που έφυγε πρόωρα νικημένος από τον καρκίνο σε ηλικία 62 ετών.
Πολλοί ήταν εκείνοι που πήραν τον λόγο και μίλησαν για τον Βασίλη Λυριτζή. Ένας από αυτούς, ο Νίκος Φίλης, ο οποίος συγκίνησε με τα λόγια του.
Ο Νίκος Φίλης μίλησε για τον Βασίλη όπως τον γνώρισε όλα αυτά τα χρόνια και ως δημοσιογράφος και ως πολιτικός.
«Αποχαιρετούμε σήμερα έναν ακριβό σύντροφο, έναν συνάδελφο με ήθος, ένα καλό παιδί», είπε φανερά συγκινημένος ο Νίκος Φίλης.
Και συνέχισε γυρίζοντας πίσω τον χρόνο: «Ο Βασίλης ήταν ένα παιδί της μεταπολίτευσης, ένα από τα χιλιάδες παιδιά που στον απόηχο του Πολυτεχνείου, ένιωσαν την ανάγκη να ονειρευτούν ένα νέο κόσμο και τη δύναμη να αλλάξουν τη ζωή τους, μέσα από τη συλλογική δράση, μέσα από τα κινήματα και τις οργανώσεις νεολαίας. Ειδικότερα ο Βασίλης, -όπως και πολλοί από εμάς- μέσα από τον ΡΗΓΑ και το ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ, μέσα σε ένα συνεχές συγκινήσεων, απογοητεύσεων, αναθαρρήσεων, λες και μας διακατείχε μια ισχυρή ιστορική αισιοδοξία, με τη δημοκρατία ως βασική πυξίδα για το σήμερα και το αύριο, για τον ανθρώπινο σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία.
Αυτή η μικρή εποποιΐα της Ανανεωτικής Αριστεράς έμελλε να αφήσει ισχυρές παρακαταθήκες, παρότι είχε σφραγιστεί κατά τρόπο αποδιαρθρωτικό από τις βιασύνες και τις εσωτερικές αντιφάσεις της. Ακόμη και μετά το 1989, όταν η διάλυση του «υπαρκτού» συμπαρέσυρε ή επηρέασε τελικώς όλες τις εκδοχές της Αριστεράς, ήταν αυτή η «μικρή Αριστερά μας» που συνέβαλε στην ανασυγκρότηση της Αριστεράς, στο άνοιγμα και το αντάμωμα με άλλες διαδρομές και τελικά στην ανάδυσή της ως ηγεμονική πολιτική δύναμη.
Πριν φθάσουμε όμως στο απροσδόκητο τέλος που αποδείχθηκε ότι υπήρξε μια νέα αρχή, είχαμε την ικανοποίηση να ζήσουμε νεανικά χρόνια με εντάσεις. Με την ένταση του έρωτα, με την πεποίθηση ότι το προσωπικό είναι και πολιτικό, με την επιδίωξη της ισοτιμίας, με τον αντιαυταρχισμό, με τους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης, με τη δίψα για γνώσεις και εμπειρίες, με την ανοιχτή πρόσληψη των νέων πολιτιστικών ρευμάτων και ευαισθησιών, καθρέφτισμα των οποίων ήταν τα φεστιβάλ της ΑΥΓΗΣ και του ΘΟΥΡΙΟΥ. Κι όλα αυτά σαν ορμητικά κύματα προς έναν ορίζοντα ελευθερίας, που έδινε υπόσταση εδώ και τώρα στη ζωή μας και δεν αποτελούσε μια απόμακρη Δευτέρα Παρουσία.
Κι αυτή η βιωμένη αίσθηση ελευθερίας, συλλογικού προσδιορισμού και ατομικής αυτοπραγμάτωσης, έδωσε στον καθένα μας πολλές στιγμές και μνήμες που ανάλογα με τη ζωή που ακολουθήσαμε τις κουβαλούσαμε και τις κουβαλάμε πότε σαν τα χρόνια της αθωότητας και πότε σαν τα ισχυρά θεμέλια αξιών που επηρεάζουν την υποψιασμένη πια ζωή μας».
«Ο Βασίλης», συνέχισε ο Νίκος Φίλης, «(και δεν το λέω αυτό συμβατικά τη στιγμή του αποχαιρετισμού) υπήρξε μια μορφή, που γύρω της δημιουργήθηκαν ισχυροί προσωπικοί δεσμοί και πολιτικές συνομιλίες, αυτό που κάπως τετριμμένα πια ονομάζεται συντροφικότητα. Μια συντροφικότητα που προσδιόρισε ανεξίτηλα παρά με τις μελλοντικές διαφορετικές πορείες όχι μόνο την πολιτική και κοινωνική χειραφέτησή μας αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις μας. Μια μορφή, ο Βασίλης, τόσο στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρξε σημαντικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος, κεντρικό στέλεχος της Σπουδάζουσας και αργότερα ο αγαπημένος καθοδηγητής των μαθητών του ΡΗΓΑ, αλλά και μετέπειτα στην Αθήνα.
Ο Βασίλης, πάντα με το χαμόγελό του, το διακριτικό και ιδιαίτερο χιούμορ του, την ηθική του συγκρότηση, την πλατιά μόρφωση, την ικανότητά του να επιχειρηματολογεί χωρίς να βάζει τον άλλον απέναντί του, τη γενναιοδωρία του σε αισθήματα και πρακτική βοήθεια. Πάντα με σταθερή την προσήλωσή του στις αρχές της Ανανεωτικής Αριστεράς, αλλά, ταυτόχρονα ανοιχτός στο διάλογο και τις επισημάνσεις, ο Βασίλης εκείνα τα χρόνια υπήρξε το παράδειγμα ενός καθοδηγητή, όχι αφ`υψηλού, αλλά δίπλα, σαν αδελφός.
Αυτή η ευγένεια χαρακτήρα και η δημοκρατικότητα του Βασίλη καλλιεργημένη μέσα στη δημοκρατικότητα και τις αξίες της Ανανεωτικής Αριστεράς υπήρξε η ισχυρή πολιτική-πολιτισμική προδιάθεση που τον ενέπνευσε να περάσει από τη βιωματική πολιτική δράση στην επαγγελματική δημοσιογραφία. Ο Βασίλης γνώριζε ότι είδηση δεν είναι ό,τι συμφέρει το κόμμα κι ακόμη χειρότερα ό,τι συμφέρει την εργοδοσία και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Απεχθανόταν τον λαϊκισμό και τον κιτρινισμό. Είχε συνείδηση της κοινωνικής αποστολής του δημοσιογράφου, του δικαιώματος, δηλαδή, του πολίτη να πληροφορείται χωρίς να χειραγωγείται. Κι αυτή η πολιτική στάση του επαγγελματία δημοσιογράφου Λυριτζή είχε ακόμη μεγαλύτερη αξία, γιατί ο Βασίλης δεν εργάστηκε σε προστατευμένο περιβάλλον αλλά έπεσε στα βαθιά νερά του ανταγωνισμού σε μια περίοδο που η δημοσιογραφία στιγματιζόταν από συμπεριφορές κυνισμού και μετατρεπόταν συχνά σε θεραπαινίδα της διαπλεκόμενης πολιτικής εξουσίας.
Ο Βασίλης κατόρθωσε να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του, δεν υπέκυψε στις επιταγές του lifestyle και στη φτήνια και κέρδισε μια ειλικρινή καθημερινή σχέση με τον πολίτη, κατέκτησε την εκτίμηση των συναδέλφων του και την αναγνώριση και την εμπιστοσύνη του κοινού. Γι` αυτό η αναπάντεχη είδηση του θανάτου του προκάλεσε τόσο μεγάλη συγκίνηση σε γνωστούς και αγνώστους καθώς δεν θα ξαναδούμε ποτέ στους δέκτες μας το γλυκό χαμόγελό του, την ευαισθησία και τη στοχαστικότητά του, στοιχεία τόσο εμφανή στην καθημερινή παρουσία του».
«Θα σε θυμόμαστε να σηκώνεις τα μανίκια σου, να κοιτάς μέσα από τα γυαλιά σου κι από κάτω προς τα πάνω, να χαϊδεύεις το γενάκι σου, παίζοντας μέσα στα δάκτυλά σου σκέψεις, οράματα, επιχειρήματα, πάντα δυναμικά επιχειρήματα, ώστε, να αναδειχθούν όχι μόνο οι αντιθέσεις αλλά και οι προσεγγίσεις. Και κυρίως για να αναδειχθούν οι αντιφάσεις εντός κάθε μιας από αυτές τις ιδέες και τις προσεγγίσεις. Θα θυμόμαστε το αφοπλιστικό χάρισμά σου, όπως είναι το χάρισμα εκείνου που στοχάζεται και βλέπει, βλέπει και νιώθει. Θα σε θυμόμαστε πάντοτε στη δύσκολη πορεία της γενιάς μας αλλά και των νεότερων γενιών που προσπαθούν να φτιάξουν τη δική τους ιστορία μέσα από τους δικούς τους δρόμους, μέσα στην κρίση, την ανασφάλεια, τον βαθύ σκοταδιστικό συντηρητισμό που εξαπλώνεται, την ακροδεξιά που σηκώνει κεφάλι και τις απειλητικές νουθεσίες των ισχυρών.
Θα σε θυμόμαστε και θα σε φανταζόμαστε πια παρέα με τον αγαπημένο σου Θέμο Βαφιά που προηγήθηκε κι αυτός τόσο πρόωρα και άδικα πριν λίγους μήνες, να επιδίδεστε σε ατέλειωτους διαλόγους, πειράγματα και παιχνίδια.
Αγαπημένε μας Βασίλη, ο Απρίλης στάθηκε ο μήνας ο σκληρός. Στην αγαπημένη σου σύντροφο Ελένη, στα λατρεμένα σου παιδιά Μαριλένα και Δημήτρη μένει η ζεστασιά και η περηφάνεια της παρουσίας σου, η εντιμότητα και οι ηθικές βάσεις του παραδείγματός σου».