Το ΣτΕ απαγορεύει το κάπνισμα σε κέντρα διασκέδασης και καζίνο
Το κάπνισμα απαγορεύεται στα καζίνο και στους προβλεπόμενους χώρους των κέντρων διασκεδάσεως άνω των 300 τ.μ. έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), που ακύρωσε τη σχετική υπουργική απόφαση, ενώ ήδη εκδόθηκε νέα υπουργική απόφαση με το ίδιο περιεχόμενο, κάτι που προκάλεσε την κατάθεση νέας αίτησης ακύρωσης στο ΣτΕ.
Ειδικότερα, στο ΣτΕ είχαν προσφύγει η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Μήνυμα Ζωής» και τρεις πολίτες, ζητώντας να ακυρωθεί η από 18.8.2011 υπουργική απόφαση για τον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων λειτουργίας των χώρων καπνιζόντων των κέντρων διασκεδάσεως με μουσική άνω των 300 τ.μ. και των καζίνο.
Υπενθυμίζεται ότι με τον νόμο 3868/2010 επιβλήθηκε απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος στους χώρους των καταστημάτων και τους στεγασμένους υγειονομικού ενδιαφέροντος χώρους, εξαιρουμένων των καζίνο και των κέντρων διασκεδάσεως άνω των 300 τ.μ. με μουσική.
Στη συνέχεια, με τον νόμο 3986/2011 παρασχέθηκε στα καζίνο και τα κέντρα διασκεδάσεως άνω των 300 τ.μ. η δυνατότητα να δημιουργήσουν κλειστούς ή στεγασμένους χώρους καπνιζόντων μέχρι το ½ του συνολικού εμβαδού του καταστήματος, υπό την προϋπόθεση της καταβολής ετήσιου τέλους 200 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Τώρα, το Δ' Τμήμα του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Διομήδης Κυριλλόπουλος), στην υπ' αριθμ 551/2019 απόφασή του σημειώνει ότι η εξαίρεση θεσπίστηκε βάσει οικονομικού κριτηρίου και μάλιστα του άκαμπτου κριτηρίου της καταβολής 200 ευρώ ανά τ.μ. μέχρι και το ½ του συνολικού εμβαδού του καταστήματος.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, όσο μεγαλύτερο είναι το εμβαδό των κλειστών ή στεγασμένων χώρων των καζίνο και των κέντρων διασκεδάσεως για τους καπνίζοντες, «τόσο μεγαλύτερο όφελος προκύπτει για τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ αντίθετα τόσο λιγότερο εξυπηρετείται ο σκοπός της μείωσης της κατανάλωσης καπνού και της έκθεσης σε αυτόν, στον οποίο αποβλέπει η διεθνής σύμβαση της 21ης Μαΐου 2003 της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για τον έλεγχο του καπνού», η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 420/2005.
Επιπλέον, στη δικαστική απόφαση αναφέρεται ότι «η εν λόγω εξαίρεση από την απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος δεν θεσπίστηκε επί τη βάσει κριτηρίων προκυπτόντων από την επίμαχη διεθνή σύμβαση, αλλά αντιθέτως υπαγορεύθηκε από δημοσιονομικούς λόγους, ήτοι λόγους που παρίστανται κατ' εξοχήν απρόσφοροι για την εξυπηρέτηση των επιδιωκομένων από τη διεθνή σύμβαση σκοπών».
Έτσι, το ΣτΕ αποφάνθηκε πως η διάταξη του άρθρου 45 του νόμου 3986/2011 είναι ανίσχυρη, ως αντιβαίνουσα στις διατάξεις της κυρωθείσας με τον νόμο 3420/2005 διεθνούς σύμβασης, η οποία έχει επαυξημένη ισχύ έναντι κάθε αντίθετης διάταξης της εσωτερικής έννομης τάξης.
Κατόπιν αυτών, το ΣτΕ έκρινε ότι η προσβαλλόμενη Υ1/ΓΠ/οικ.93828/18.8.2011 κοινή υπουργική απόφαση, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. Υ1/ΓΠοικ./134274/23.11.2011 κοινή υπουργική απόφαση (των υπουργών Οικονομικών και Υγείας) είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί.
Στο μεταξύ, στο ΣτΕ προσέφυγαν και πάλι η ίδια μη κερδοσκοπική εταιρεία και οι ίδιοι πολίτες, ζητώντας να ακυρωθεί και η νέα από 14.1.2019 απόφαση των ίδιων υπουργών, η οποία αντικαθιστά την απόφαση που ακυρώθηκε και έχει ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο με την ακυρωθείσα.