Οργή της Huawei για τη σύλληψη της Μενγκ από τις ΗΠΑ
Μετά από τη συμφωνία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλτ Τραμπ με τον Κινέζο ομόλογο του Σι Τζινπίνγκ για το «πάγωμα» του εμπορικού πολέμου μεταξύ των δύο χωρών, οργή έχει προκαλέσει στο Πεκίνο η σύλληψη της οικονομικής διευθύντριας της Huawei, Ουάνγκζου Μενγκ, που έγινε την Πέμπτη στον Καναδά μετά από αίτημα των Αμερικανών.
Η Huawei εξέδωσε ανακοίνωση σήμερα το πρωί στην οποία αναφέρει ότι η Μενγκ κρατείται προσωρινά από τις καναδικές αρχές εξ ονόματος των ΗΠΑ, οι οποίες ζητούν την έκδοσή της για απροσδιόριστες κατηγορίες εις βάρος της.
«Η εταιρεία έχει λάβει πολύ λίγες πληροφορίες αναφορικά με τις κατηγορίες και δεν έχει υπόψιν της τη διάπραξη καμίας αξιόποινης πράξης από πλευράς της κ. Μενγκξ», αναφέρει η Huawei. «Η εταιρεία πιστεύει ότι τα δικαστικά συστήματα του Καναδά και των ΗΠΑ θα καταλήξουν εν τέλει σε μία δίκαιη απόφαση. Η Huawei συμμορφώνεται με όλους τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς στις χώρες όπου δραστηριοποιείται, συμπεριλαμβανομένων των ισχυόντων περιορισμών στις εξαγωγές και των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί από τα Ηνωμένα Έθνη, τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Σύμφωνα με πλήθος δημοσιευμάτων, η σύλληψη φαίνεται να βασίζεται στην παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων. Η ανταγωνίστρια εταιρεία της Huawei, η επίσης κινεζική ZTE Corp, έχει επανειλημμένα κριθεί ένοχη για την παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν και της Βόρειας Κορέας.
Φέτος τον Απρίλιο, το υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι η ZTE είχε παραβιάσει μία συμφωνία που είχε επιτευχθεί το 2017 και απαγόρευσε στις αμερικανικές εταιρείες να εξάγουν εξαρτήματα στις κινεζικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών. Η τιμωρία που επιβλήθηκε ήταν ουσιαστικά σαν μία «θανατική ποινή» για την ZTE, καθώς ανάγκασε την εταιρεία να κλείσει τις περισσότερες δραστηριότητές της και οδήγησε μέχρι και τον πρόεδρο της Κίνας να παρέμβει για να σώσει την εταιρεία από την χρεοκοπία. Τον Ιούνιο, η ZTE κατέληξε σε νέα συμφωνία με τις αμερικανικές αρχές για την καταβολή προστίμων συνολικού ύψους 1,4 δισ. δολ. και την αλλαγή των ανώτατων στελεχών της διοίκησής της, με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων που της είχαν επιβληθεί.