Μοιράζοντας τα χαρτιά στην «τράπουλα» της συριακής κρίσης
Τα ήξεις αφίξεις από τους ηγέτες των χωρών που είναι έτοιμοι να «πατήσουν» το κουμπί φαίνονται να είναι -με μια πρώτη ανάγνωση- ως κινήσεις καλύτερου πλασαρίσματος. Ακόμα και έτσι όμως, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το εάν θα υπάρξει ένα «ντου» της Δύσης κατά της συριακής κυβέρνησης του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Καθ' όλη τη διάρκεια της τρέχουσας εβδομάδας είδαμε τις χώρες Δύσης να διαμαρτύρονται σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους κατά της φερόμενης επίθεσης με χημικά στη Ντούμα της Συρίας για την οποία οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους κατηγορούν τη Δαμασκό και τον Μπασάρ αλ Άσαντ.
Όλες τις προηγούμενες ημέρες υπήρξε ένα διπλωματικό «μπρος πίσω» με δηλώσεις για άμεση επέμβαση επί συριακού εδάφους από τη μία μεριά, οι οποίες ακολουθούνταν από αναφορές για «πρυτάνευση της λογικής».
Ωστόσο, η εκτίμηση που μάλλον φαίνεται να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες με τα μέχρι στιγμής δεδομένα είναι πως η στρατιωτική παρέμβαση στη Συρία θα γίνει και αυτή μπορεί να καθυστερήσει λίγο ή μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και μέσα στο ερχόμενο Σαββατοκύριακο.
Και στο ερώτημα «Cui bono?», ποιος δηλαδή θα ωφεληθεί περισσότερο από μια σύρραξη με τον Άσαντ και πέρα από τα μεγάλα ενεργειακά συμφέροντα με τους υδρογονάνθρακες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, μπορούμε να τοποθετήσουμε τέσσερις χώρες, οι ηγεσίες των οποίων θα μπορούσαν πολύ εύκολο να «εξάγουν» την κρίση με την οποία είναι αντιμέτωπες στο εσωτερικό τους.
Εν αρχή, φυσικά, οι ΗΠΑ με τον Ντόναλτ Τραμπ να θέλει να συσπειρώσει τους Αμερικανούς μακριά από τα συνεχιζόμενα σκάνδαλα με τα οποία είναι αντιμέτωπος. Από την έρευνα του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μίλερ, που είναι επιφορτισμένος να διερευνήσει τυχόν σχέσεις του Τραμπ με τη Ρωσία, μέχρι και την υπόθεση με τις σχέσεις της πορνό σταρ Στόρμι Ντάνιελς με τον Αμερικανό πρόεδρο και την είδηση περί εφόδου του FBI στα γραφεία και στο σπίτι του προσωπικού συνηγόρου του Τραμπ, Μάικλ Κόεν, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος έχει κάθε λόγο να θέλει στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης των ΗΠΑ προς ακόμα ένα πολεμικό μέτωπο.
Στη συνέχεια, η Βρετανία. Μετά τη χθεσινή απόφαση του υπουργικού συμβουλίου υπό την Τερέζα Μέι που έδωσε το «πράσινο φως» στο ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής επιχείρησης κατά του Άσαντ, η συντηρητική ηγέτιδα των Τόρις συνεχίζει να «χωλαίνει» σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση του Brexit, λαμβάνοντας κάθε μέρα νέες επικρίσεις ακόμα και από το εσωτερικό του κόμματος της. Πέρα από τις «κατενάτσιο» που προσπαθεί να παίξει το Λονδίνο απέναντι στις Βρυξέλλες για το Brexit, η βρετανική κυβέρνηση προσπαθεί να διαχειριστεί και την υπόθεση με τη δηλητηρίαση του Ρώσου πρώην πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ και της κόρης του, Γιούλια, με το «ανάθεμα» κατά της Ρωσίας να φαίνεται πως «ξεφουσκώνει» σιγά-σιγά.
Ένα αντιπερισπασμό θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ο Εμανουέλ Μακρόν, που γνωρίζει πολύ μεγάλες αντιδράσεις στο εσωτερικό της Γαλλίας από τις τελευταίες μεταρρυθμίσεις που θέλει να υλοποιήσει σε άνοιγμα επαγγελμάτων (σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί κα). Η δημοφιλία του 39χρονου προέδρου δέχεται συνεχώς πλήγματα και ο «άνεμος αλλαγής» που επικαλούνταν πως θα έφερνε στη Γαλλία και στην ΕΕ περίπου ένα χρόνο μετά από την εκλογή του στην ηγεσία της δεύτερης μεγαλύτερης δύναμης της Ευρωζώνης φαίνεται πως έχει... μείνει από ανάσες.
Ακόμα, η τέταρτη χώρα που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τα προβλήματα στο εσωτερικό της με εξαγωγή της έντασης στο εσωτερικό της Συρίας είναι η Τουρκία. Καθώς η επιχείρηση «Κλαδί Ελιάς» που έχει ξεκινήσει η Άγκυρα από τις 20 Ιανουαρίου εντός της συριακής επικράτειας, ο Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζει να απειλεί τον Άσαντ και η Άγκυρα στοιχίζεται εμμέσως με τη ρητορική της Δύσης για χρήση χημικών από τον συριακή κυβέρνηση στην Ντούμα. Το «άνοιγμα» της τουρκικής επέμβασης στη Συρία θα μπορούσε να συμβάλει στο εθνικιστικό κλίμα που δημιουργεί ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Συρίας και κυρίως να συσπειρώσει ψηφοφόρους εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2019 υπό το φόβο του «εχθρού υπό τα έξω».