Και επίσημα καγκελάριος της Γερμανίας για 4η φορά η Μέρκελ
Η γερμανική Βουλή (Μπούντεσταγκ) ψήφισε το πρωί της Τετάρτης την Άγκελα Μέρκελ ως την καγκελάριο της χώρας, δίνοντας και επίσημα το έναυσμα την διακυβέρνηση του μεγάλου συνανσισμού μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD).
Αναλυτικά, η επικεφαλής του CDU έλαβε 364 ψήφους υπέρ και 315 κατά από τους Γερμανούς βουλευτές, με 35 λιγότερες ψήφους από την κυβερνητική πλειοψηφία των 399 βουλευτών των Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών.
Μετά από την ψηφοφορία, η κ. Μέρκελ θα μεταβεί στο προεδρικό μέγαρο για να λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Φρανκ Βάλτερ-Σταϊνμάιερ και στη συνέχεια θα μεταβεί και πάλι στην Μπούντεσταγκ για να ορκιστεί από τον πρόεδρο του σώματος, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Περίπου στις 17:00 (τοπική ώρα, 18:00 ώρα Ελλάδας) αναμένεται να συνεδριάσει για πρώτη φορά το νέο υπουργικό συμβούλιο.
Όπως μεταφέρει το ΑΜΠΕ, η Μέρκελ αναμένεται επίσης να ηγηθεί μιας βαθιά διχασμένης χώρας μετά την αλματώδη άνοδο της ακροδεξιάς, με το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να αναδεικνύεται με 92 βουλευτές στο ισχυρότερο κόμμα της αντιπολίτευσης. Το AfD εκμεταλλεύθηκε την απογοήτευση κάποιων ψηφοφόρων από την πολύ κεντρώα πολιτική της Μέρκελ και την απόφασή της να ανοίξει το 2015 τα σύνορα της χώρας στους πρόσφυγες.
Σύμφωνα με πολλούς παρατηρητές αυτή θα είναι και η τελευταία θητεία της Μέρκελ. Μάλιστα κάποιοι προβλέπουν το πρόωρο τέλος του συνασπισμού, καθώς η Γερμανίδα καγκελάριος τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει έντονες επικρίσεις ακόμη και από το κόμμα της. Το SPD από την πλευρά του έχει ανακοινώσει ότι σε 18 μήνες θα κάνει έναν απολογισμό των μέχρι τότε πεπραγμένων του κυβερνητικού συνασπισμού.
«Είναι πολύ πιθανό ο συνασπισμός αυτός να μην κρατήσει τέσσερα χρόνια», δήλωσε ένας στενός συνεργάτης της Μέρκελ, ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Ο νέος υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς και υψηλόβαθμο στέλεχος των Σοσιαλδημοκρατικών παραδέχθηκε ότι δεν πρόκειται για έναν «γάμο από αγάπη». Όμως πρόσθεσε ότι οι εταίροι «είναι ικανοί να συνεργαστούν και να κυβερνήσουν όπως πρέπει».
Στην Ευρώπη υπάρχει η ελπίδα η μεγαλύτερη οικονομία της ηπείρου να μπορέσει να επιστρέψει γρήγορα σε θέση μάχης. Η Μέρκελ θα πρέπει να διαβεβαιώσει τους Ευρωπαίους ηγέτες για την ικανότητά της να δράσει, την ώρα που η ΕΕ κλονίζεται από το Brexit, την εσωστρέφεια κάποιων μελών της και την αυξανόμενη δημοτικότητα τον αντισυστημικών κομμάτων.
Η μεταρρύθμιση της ΕΕ αποτελεί προτεραιότητα της νέας γερμανικής κυβέρνησης και η Μέρκελ με τον νέο υπουργό Εξωτερικών της, τον Σοσιαλδημοκράτη Χάικο Μάας, έχει δεσμευθεί να βιαστεί να δώσει ξανά στη Γερμανία «ισχυρή φωνή» στην Ευρώπη.
Τις επόμενες ημέρες θα μεταβεί στο Παρίσι για να συζητήσει με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν για τις προτάσεις του αναφορικά με τη μεταρρύθμιση της ΕΕ.
«Σίγουρα δεν θα καταφέρουμε να αναλύσουμε με λεπτομέρεια κάθε πτυχή των επόμενων 20 ετών της ευρωζώνης, όμως θα μπορέσουμε να διασαφηνίσουμε αυτό που θεωρούμε το επόμενο στάδιο», δήλωσε η Μέρκελ τη Δευτέρα ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 22 και 23 Μαρτίου.
Στο εσωτερικό της χώρας η καθησυχαστική σταθερότητα που εκπροσωπούσε εδώ και χρόνια η καγκελάριος επέστρεψε παρά εκείνη. Κάποιοι πιστεύουν ότι έθεσε σε κίνδυνο τη χώρα ανοίγοντας τα σύνορα στους μουσουλμάνους αιτούντες άσυλο, ενώ για άλλους εκπροσωπεί τον συντηρητισμό σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Μπροστά στην άνοδο του AfD η Γερμανίδα καγκελάριος χρειάστηκε να δώσει εγγυήσεις στην πιο δεξιά πτέρυγα του κόμματός της, υποσχόμενη να θέσει όριο στις αφίξεις νέων μεταναστών και δίνοντας μια θέση στην κυβέρνηση στον βασικό της επικριτή στο εσωτερικό του CDU, τον φιλόδοξο Γενς Σπαν.
Η κυβέρνησή της δεσμεύθηκε να εκπροσωπεί «τους καθημερινούς ανθρώπους» και όχι τις ελίτ, όπως δήλωσε ο νέος υπουργός Εσωτερικών και στέλεχος του συντηρητικού CSU Χορστ Ζέεχοφερ.
«Όταν βλέπουμε την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, την επιτυχία των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη (…) κατανοούμε την ανάγκη να βρεθούν νέες απαντήσεις στις προκλήσεις του 21ου αιώνα», επεσήμανε ο Σολτς.