Λίγο πριν τεντώσει το σκοινί στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας...
Σε δύσκολη ισορροπία βρίσκονται οι σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Κίνα με φόντο την κλιμάκωση της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο και τη στήριξη που παρέχει στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Από τη μία πλευρά, οι Βρυξέλλες και ειδικότερα η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πιέζουν για την επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές τεχνολογίας αιχμής στην Κίνα, θεωρώντας ότι μπορεί να εξυπηρετούν στρατιωτικούς και γεωπολιτικούς στόχους της. Από την άλλη, δεν θέλουν να προκαλέσουν αντίποινα από την πλευρά της Κίνας που θα περιόριζαν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Μετά τις ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν εδώ και πολλά χρόνια την Κίνα ως τον βασικό γεωπολιτικό αντίπαλό τους για την παγκόσμια ηγεμονία και επικαλούνται λόγους εθνικής ασφάλειας για να απαγορεύουν τις πωλήσεις σε αυτή μίας σειράς σημαντικών τεχνολογιών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την περασμένη Τρίτη ένα σχέδιο για την οικονομική ασφάλεια της ΕΕ, το οποίο βάζει ουσιαστικά στο στόχαστρο το Πεκίνο.
Το σχέδιο αυτό θα συζητηθεί από τους Ευρωπαίους ηγέτες αύριο και μεθαύριο στη σύνοδο κορυφής, μαζί με το σχέδιο για την οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία και τη βιομηχανική πολιτική της Ενωσης. Επιπλέον, προβλέπεται και μία ξεχωριστή «στρατηγική συζήτηση» για την Κίνα, γεγονός που δείχνει ότι το θέμα έχει μπει ψηλά στην ατζέντα.
Η Κίνα ήταν βασικό θέμα και στην τελευταία σύνοδο κορυφής της G7, όπου συμφωνήθηκε να μειωθεί η εξάρτηση της Ευρώπης από την Κίνα. Φυσικά, για διακοπή των οικονομικών σχέσεων με το Πεκίνο δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος, με δεδομένο ότι μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας –και κυρίως της γερμανικής– έχει προορισμό την κινεζική αγορά. Αλλωστε, ούτε οι ΗΠΑ έχουν διανοηθεί «πάγωμα» των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα.
Η αποφυγή κινδύνων
Ο όρος που επικράτησε για να σηματοδοτήσει τη νέα σχέση ΕΕ – Κίνας ήταν το de-risking (αποφυγή κινδύνων). Η φον ντερ Λάιεν είπε ότι το de-risking αφορά στις ανησυχίες που έχει η ΕΕ για θέματα σχετικά με τον ανταγωνισμό - οι Βρυξέλλες κατηγορούν το Πεκίνο για πολιτικές ντάμπινγκ - ή με την περιορισμένη πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά και με το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η αναζήτηση μίας κοινής γραμμής από τις 27 χώρες της ΕΕ στο θέμα της Κίνας αναμένεται να είναι δύσκολη και χρονοβόρα. Σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους, που επικαλείται το CNBC, πολλές χώρες φοβούνται αντίποινα της Κίνας που θα έχουν αντίκτυπο στις οικονομίες τους.
Στις αρχές του μήνα, η Κομισιόν ζήτησε από τις χώρες της ΕΕ να απαγορεύσουν την πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών, Huawei και ZTE, στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα πέμπτης γενιάς. Δέκα χώρες έχουν προχωρήσει σε μία τέτοια απαγόρευση ή επέβαλαν περιορισμούς, φοβούμενες τους κινδύνους που θα υπάρξουν στην ΕΕ από τις εταιρείες αυτές. Οι ΗΠΑ έχουν ζητήσει επίσης επανειλημμένα να μπει φραγή στην είσοδο κινεζικών εταιρειών στα ευρωπαϊκά δίκτυα πέμπτης γενιάς.
Η Κίνα αντέδρασε στη στάση αυτή της Ευρώπης και τόνισε ότι η Κομισιόν δεν έχει νομικό έρεισμα να απαγορεύσει τους τηλεπικοινωνιακούς κολοσσούς της.