Στα 100 δισ. στερλίνες ετησίως ο «λογαριασμός» του Brexit
Το Brexit κοστίζει στη βρετανική οικονομία 100 δισ. στερλίνες τον χρόνο, με τις επιπτώσεις του να είναι αισθητές σε κάθε πτυχή της, από τις επιχειρηματικές επενδύσεις έως τη δυνατότητα των εταιρειών να κάνουν προσλήψεις.
Σύμφωνα με ανάλυση της Bloomberg Economics, τρία χρόνια μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, η εικόνα είναι ζοφερή για τη ζημιά από τον τρόπο που υλοποιήθηκε το διαζύγιο από τη συντηρητική κυβέρνηση της χώρας.
Οικονομολόγοι της Bloomberg Economics υπολογίζουν ότι η βρετανική οικονομία είναι κατά 4% μικρότερη απ’ ό,τι θα μπορούσε να ήταν με τις επιχειρηματικές επενδύσεις να υστερούν σημαντικά και την έλλειψη εργαζομένων από χώρες της ΕΕ να αυξάνεται.
«Εκανε η Βρετανία ζημιά στον εαυτό της όταν αποφάσισε το 2016 να εγκαταλείψει την ΕΕ; Οι ενδείξεις έως τώρα δείχνουν ότι πράγματι έκανε», σημείωσαν οι οικονομολόγοι σε σημείωμά τους που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Ο αρνητικός αντίκτυπος
«Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η έξοδος από την ενιαία αγορά επηρέασε τη βρετανική οικονομία ταχύτερα από ότι αναμέναμε εμείς ή οι περισσότεροι άλλοι αναλυτές», πρόσθεσαν.
Τα ευρήματα της έρευνας έρχονται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του πρωθυπουργού, Ρίσι Σούνακ, ότι το Brexit αποτελεί μία «τεράστια ευκαιρία» για τη Βρετανία, η οποία αρχίζει να υλοποιείται.
Η διακοπή των δεσμών με την ΕΕ επιτρέπει στη Βρετανία να δημιουργεί ζώνες ελεύθερου εμπορίου για να δώσει ώθηση στο εμπόριο και να μεταρρυθμίσει τους χρηματοπιστωτικούς κανόνες προς όφελος των τραπεζών στο Σίτι του Λονδίνου. «Κάναμε μεγάλη πρόοδο στην αξιοποίηση των βαθμών ελευθερίας που ξεκλειδώθηκαν με το Brexit για να αντιμετωπίσουμε προβλήματα γενεών», είπε ο κ. Σούνακ σε ανακοίνωσή του χθες το βράδυ.
Η μελέτη του Bloomberg αναγνωρίζει ότι ο υπολογισμός της παραγωγής που έχει χαθεί λόγω του Brexit δεν είναι ούτε εύκολος ούτε ακριβής, μεταξύ άλλων και επειδή η έξοδος από την ΕΕ συνέπεσε με τις σεισμικές αποδιαρθρώσεις που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι η οικονομική επίδοση της Βρετανίας άρχισε να αποκλίνει από αυτή των άλλων χωρών της G7 μετά το δημοψήφισμα του 2016 για την έξοδο από την ΕΕ και η διαφορά έχει διευρυνθεί έκτοτε.
Η χαμηλότερη επίδοση εξηγείται εν μέρει από τις επιχειρηματικές επενδύσεις καθώς οι εταιρείες αναβάλλουν αποφάσεις για δαπάνες λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με το πώς θα εξελιχθεί η οικονομία εκτός της ΕΕ.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις
Αν και η επιφυλακτικότητα μειώνεται εν μέρει, η Βρετανία πρέπει να διανύσει πολύ δρόμο για να κλείσει το χάσμα έναντι των άλλων μεγάλων οικονομιών. Με τις επενδύσεις να ανέρχονται περίπου στο 9% του ΑΕΠ, το ποσοστό τους είναι πολύ χαμηλότερο από το 13% που είναι ο μέσος όρος των χωρών της G7.
H βρετανική οικονομία συνεχίζει να «πνίγεται» από ελλείψεις εργατικού δυναμικού, με μεγάλη τη συμβολή του Brexit στην κατάσταση αυτή.
Οι αναλυτές του Bloomberg υπολογίζουν ότι υπάρχουν 370.000 λιγότεροι εργαζόμενοι από χώρες της ΕΕ σε σχέση με ό,τι θα ίσχυε στην περίπτωση που η Βρετανία θα είχε παραμείνει στην εσωτερική αγορά. Οι ελλείψεις αυτές εν μέρει μόνο έχουν αντισταθμιστεί από τις αφίξεις εργαζομένων από χώρες εκτός της ΕΕ.
«Η έλλειψη εργατικού δυναμικού ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις βραχυπρόθεσμα και περιορίζει περαιτέρω τη δυνητική ανάπτυξη… Αυτά δεν είναι καλά νέα για μία οικονομία που έχει αδύναμες μακροπρόθεσμες προοπτικές, με έναν δυνητικό ρυθμό ανάπτυξη λίγο πάνω από το 1%».
Αναφορικά με το εμπόριο, η εικόνα είναι ελαφρά λιγότερο αρνητική, με τους οικονομολόγους να συμπεραίνουν ότι το Brexit δεν φαίνεται να αφήνει ένα ξεκάθαρο σημάδι.