ΟΗΕ: Καμία χώρα δεν μπορεί να διαχειριστεί τη μετανάστευση μόνη της
Καμία χώρα δεν μπορεί να πολεμήσει την πανδημία ή να διαχειριστεί τη μετανάστευση μόνη της, τονίζει σε μήνυμά του για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες την εποχή του κοροναϊού, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.
Εξίσου διαμηνύει ότι μαζί μπορούμε να περιορίσουμε την εξάπλωση του ιού, να μειώσουμε τις συνέπεις στους πιο ευάλωτους και να ανακάμψουμε καλύτεροι προς το συμφέρον όλων.
Εισαγωγικά ο κ. Γκουτέρες αναφέρεται στις επιπτώσεις της πανδημίας, τονίζοντας πως συνεχίζει να καταστρέφει ζωές και τα μέσα διαβίωσης σε όλο τον κόσμο πλήττοντας σκληρότερα τους πιο ευάλωτους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα, όπως επισημαίνει, για τα εκατομμύρια μετακινούμενα άτομα, όπως οι πρόσφυγες και οι εσωτερικά εκτοπισμένοι που αναγκάζονται να αφήσουν τα σπίτια τους λόγω της βίας ή των καταστροφών ή οι μετανάστες που ζουν σε αβέβαιες καταστάσεις.
Σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, τα άτομα αυτά τώρα αντιμετωπίζουν τρεις κρίσεις σε μία. «Πρώτον, μια υγειονομική κρίση καθώς εκτίθενται στον ιό σε συνθήκες συνωστισμού, όπου η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι πολυτέλεια και όπου τα βασικά αγαθά όπως η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το νερό, η αποχέτευση και η τροφή είναι συχνά δυσεύρετα. Οι συνέπειες θα είναι ακόμα πιο καταστροφικές για τον μεγάλο αριθμό μετακινούμενων ατόμων που ζουν στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Το 1/3 των εσωτερικά εκτοπισμένων στον κόσμο ζουν στις 10 χώρες με τον υψηλότερο κίνδυνο για COVID-19. Δεύτερον, τα μετακινούμενα άτομα αντιμετωπίζουν μία κοινωνικοοικονομική κρίση, κυρίως όσα εργάζονται στην άτυπη οικονομία χωρίς πρόσβαση στην κοινωνική προστασία. Επιπλέον, η απώλεια εισοδήματος λόγω COVID-19 ενδέχεται να οδηγήσει σε κολοσσιαία μείωση 109 δισ. δολαρίων στα εμβάσματα. Αυτό ισούται με σχεδόν τα 3/4 της επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας που δεν επιστρέφει πια στις πατρίδες των 800 εκατομμυρίων ατόμων που εξαρτώνται από τα εμβάσματα. Τρίτον, τα μετακινούμενα άτομα βιώνουν μία κρίση προστασίας».
Συνεχίζοντας το μήνυμά του, ο Αντόνιο Γκουτέρες αναφέρει πως πάνω από 150 χώρες έχουν επιβάλει συνοριακούς περιορισμούς για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και επισημαίνει ότι τουλάχιστον 99 κράτη δεν κάνουν εξαίρεση στα άτομα που αναζητούν άσυλο από τις διώξεις.
Ταυτοχρόνως, διαπιστώνει, ο φόβος για τον COVID-19 οδήγησε στην αύξηση της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του στιγματισμού. Ειδικότερα, αναφέρει ότι η ήδη επισφαλής κατάσταση των γυναικών και των κοριτσιών επιδεινώνεται, καθώς αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο έκθεσης σε βία λόγω φύλου, στην κακοποίηση και την εκμετάλλευση. Ωστόσο, τονίζει, καθώς οι μετανάστες και οι πρόσφυγες αντιμετωπίζουν αυτές τις προσκλήσεις, συμβάλλουν με ηρωισμό στην πρώτη γραμμή της δουλειάς που πρέπει να γίνει. Περίπου ένας στους οκτώ νοσηλευτές/νοσηλεύτριες παγκοσμίως εργάζονται σε διαφορετική χώρα από αυτήν που γεννήθηκαν, προσθέτει.
Στο πλαίσιο αυτό, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ υποστηρίζει πως η κρίση της COVID-19 είναι η ευκαιρία να ξαναδούμε την ανθρώπινη κινητικότητα και σκιαγραφεί τέσσερις κεντρικές αντιλήψεις που πρέπει να μας κατευθύνουν: «Πρώτον, ο αποκλεισμός κοστίζει ακριβά ενώ η ένταξη αποδίδει. Μία χωρίς αποκλεισμούς κοινωνικοοικονομική αντίδραση και μία αντίδραση στη δημόσια υγεία θα βοηθήσει στην καταστολή του ιού, στην επανεκκίνηση των οικονομιών και στην προώθηση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης. Δεύτερον, πρέπει να προάγουμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπροστά στην πανδημία και να μάθουμε από τις λίγες χώρες που έδειξαν πώς να επιβάλουν ταξιδιωτικούς περιορισμούς και συνοριακούς ελέγχους ενώ σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις αρχές της διεθνούς προστασίας των προσφύγων. Τρίτον, κανείς δεν είναι ασφαλής μέχρι όλοι να είναι ασφαλείς. Οι διαγνωστικοί έλεγχοι, η θεραπεία και τα εμβόλια πρέπει να είναι προσβάσιμα σε όλους. Τέταρτον και τελευταίο, τα μετακινούμενα άτομα είναι μέρος της λύσης.
Στην κατεύθυνση αυτή προτρέπει τα κράτη να εξαλείψουν τους αδικαιολόγητους φραγμούς, να εξερευνήσουμε τρόπους ομαλοποίησης των μεταναστευτικών οδών και να μειώσουμε το κόστος συναλλαγών για τα εμβάσματα.
Επίσης, εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στις χώρες - κυρίως στις αναπτυσσόμενες- που άνοιξαν τα σύνορα και τις καρδιές τους σε πρόσφυγες και μετανάστες παρά τις δικές τους κοινωνικές, οικονομικές και τώρα υγειονομικές προκλήσεις. «Παρέχουν ένα συγκινητικό μάθημα σε άλλους σε μια εποχή με κλειστές πόρτες» αναφέρει περαιτέρω και υπογραμμίζει την ανάγκη αυτές οι χώρες να απολαμβάνουν αυξημένης υποστήριξης και της πλήρους αλληλεγγύης μας. Είναι προς το συμφέρον όλων μας να διασφαλίσουμε ότι η υποχρέωση προστασίας των προσφύγων μοιράζεται ισότιμα και ότι η ανθρώπινη κινητικότητα παραμένει ασφαλής και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ανθρώπινων δικαιωμάτων και το προσφυγικό δίκαιο, εξηγεί ειδικότερα.