Huawei: Επένδυση ύψους 2,75 δισ. στην Ιταλία
Η κινεζική εταιρεία-κολοσσός των τηλεπικοινωνιών Huawei ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε επένδυση ύψους 2,75 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Ιταλία ως το 2021 και να δημιουργήσει 1.000 θέσεις εργασίας.
Η ανακοίνωση αυτή ακολούθησε την είδηση ότι η Χουάγουεϊ — στο σταυρόνημα της κυβέρνησης του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που την κατηγορεί ότι συνεργάζεται με την κινεζική κυβέρνηση, πράγμα που η διεύθυνσή της αρνείται — ενδέχεται να προχωρήσει σε εκατοντάδες απολύσεις στις ΗΠΑ, όπου απασχολεί περίπου 850 ανθρώπους, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας The Wall Street Journal.
«Τα τρία επόμενα χρόνια, θα επενδύσουμε στην Ιταλία 1,7 δισ. δολάρια για τον εφοδιασμό μας και 1,06 δισ. ευρώ για τη λειτουργία μας και για το μάρκετινγκ, καθώς και 46 εκατ. ευρώ για έρευνα και ανάπτυξη», διευκρίνισε ο γενικός διευθυντής της Χουάγουεϊ Ιταλίας, ο Τόμας Μιάο, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Μιλάνο.
Σύμφωνα με τον ίδιο «έτσι θα δημιουργηθούν 3.000 θέσεις εργασίας, χίλιες άμεσα και 2.000 έμμεσα, με υπεργολαβίες».
Ο Μιάο υπογράμμισε ότι η σύγκρουση για το εμπόριο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα μέχρι στιγμής δεν έχει καμία συνέπεια για τη δραστηριότητα της Χουάγουεϊ στην Ιταλία.
«Μέχρι εδώ, συνεχίζουμε τις δραστηριότητές μας όπως πριν. Μιλάμε με τους εταίρους μας όπως πριν», διαβεβαίωσε όταν ερωτήθηκε εάν η εταιρεία του συναντά δυσκολίες στην Ιταλία.
Είπε είναι πεπεισμένος πως τα πράγματα δεν θα αλλάξουν, «κατά πρώτον επειδή η [ιταλική] κυβέρνηση έχει ανοικτή και διαφανή πολιτική η οποία δεν θα επηρεαστεί από τα προβλήματα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, και κατά δεύτερον διότι η εταιρεία μας είναι μεγάλος παράγοντας».
Όσον αφορά την τεχνολογία των δικτύων κινητής τηλεφωνίας και τηλεματικής πέμπτης γενιάς (5G), διαβεβαίωσε πως «έχουμε σχέδιο Α και σχέδιο Β: είτε έχουμε πρόσβαση είτε όχι στους προμηθευτές στις ΗΠΑ, θα εγγυηθούμε τον εφοδιασμό των εταίρων μας με συνεπή τρόπο».
Ερωτηθείς για τις πιθανές απολύσεις στις ΗΠΑ, το στέλεχος της Χουάγουεϊ αποκρίθηκε ότι η «πόρτα έκλεισε» στη χώρα αυτή, χωρίς να δώσει καμία άλλη διευκρίνιση.
Ο κινεζικός γίγαντας των τηλεπικοινωνιών κατηγορείται από την κυβέρνηση Τραμπ ότι συνεργάζεται στενά με την κυβέρνηση του Πεκίνου και φοβάται ότι οι κινεζικές υπηρεσίες κατασκοπείας θα έχουν προσβάσεις από "πίσω πόρτες" στα μελλοντικά δίκτυα 5G.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει αναλάβει πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο και ασκεί έντονες πιέσεις στους συμμάχους της ώστε να εμποδίσουν τον κινεζικό όμιλο — ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος στην παγκόσμια αγορά σε ό,τι αφορά την τεχνολογία των δικτύων 5G — να συμμετάσχει στην κατασκευή των δικτύων κινητής τηλεφωνίας μεγάλου εύρους.
Ο Τραμπ απαγόρευσε νωρίτερα φέτος σε αμερικανικές εταιρείες να πωλούν ενδιάμεσα αγαθά, λογισμικό και τεχνολογίες στη Χουάγουεϊ, αλλά στα τέλη Ιουνίου άφησε να εννοηθεί πως είναι πιθανή η χαλάρωση των περιορισμών.
Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη δικτύου 5G στην Ιταλία και τη χρήση της αποκαλούμενης golden power («ειδικής εξουσίας») του ιταλικού Κράτους στο συγκεκριμένο πεδίο τεχνολογίας ώστε να επαληθεύεται ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η εθνική ασφάλεια, ο Μιάο ζήτησε να θεσπιστούν «αποτελεσματικοί, διαφανείς και δίκαιοι κανόνες" και εξέφρασε τη λύπη του διότι αυτή η πρόνοια δεν αφορά παρά μόνο μη ευρωπαίους προμηθευτές».
«Θα όφειλε να έχει εφαρμογή για όλους, διότι η τεχνολογία είναι ουδέτερη, δεν συνδέεται με γεωπολιτικά ζητήματα», υποστήριξε ο γενικός διευθυντής της ιταλικής θυγατρικής της Χουάγουεϊ.
Η Ιταλία — στην κυβέρνηση της οποίας βρίσκεται μια συμμαχία ενός κόμματος της άκρας δεξιάς και μιας «αντισυστημικής», λαϊκιστικής παράταξης — προσεγγίζει την Κίνα τους τελευταίους μήνες. Τον Μάρτιο, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών υπέγραψαν ένα «μη δεσμευτικό" πρωτόκολλο το οποίο προβλέπει ότι η Ρώμη θα ενταχθεί στον νέο "δρόμο του μεταξιού», την πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» του Πεκίνου, παρά τις ανησυχίες των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον.
Με το πρωτόκολλο αυτό η Ιταλία έγινε η πρώτη χώρα μέλος της G7 η οποία εντάχθηκε στο φαραωνικό σχέδιο θαλάσσιων και χερσαίων υποδομών το οποίο ανακοινώθηκε από το Πεκίνο το 2013.