Μέτωπο G-20 «απέναντι» σε τεχνολογικούς κολοσσούς
Σε κοινή φορολογική πολιτική για τους τεχνολογικούς κολοσσούς συμφώνησαν οι υπουργοί Οικονομικών της Ομάδας των 20 (G20), σύμφωνα με την τελική εκδοχή του κοινού ανακοινωθέντος, αντίγραφο του οποίου περιήλθε στην κατοχή του πρακτορείου ειδήσεων Reuters.
Η Facebook, η Google, η Amazon και άλλες μεγάλες εταιρείες της τεχνολογίας έχουν δεχθεί επικρίσεις για τους μειωμένους φόρους που καταβάλλουν, καθώς δηλώνουν κέρδη σε χώρες με χαμηλό φορολογικό συντελεστή, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται ο τελικός αποδέκτης των προϊόντων και των υπηρεσιών τους, πρακτική που από πολλούς θεωρείται αθέμιτη.
Οι νέοι κανόνες θα σημάνουν υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση για μεγάλες πολυεθνικές και επίσης θα δυσκολέψουν χώρες όπως η Ιρλανδία να προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις υποσχόμενες πολύ χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
«Χαιρετίζουμε την πρόσφατη πρόοδο στην αντιμετώπιση των φορολογικών προσκλήσεων που δημιουργούνται από την ψηφιοποίηση και επικυρώνουμε το φιλόδοξο πρόγραμμα που αποτελεί από μια προσέγγιση δύο πυλώνων», αναφέρεται στην τελική εκδοχή του κοινού ανακοινωθέντος. «Θα εντείνουμε τις προσπάθειές μας για μια λύση βάσει της συναίνεσης με μια τελική έκθεση έως το 2020».
«Φαίνεται ότι έχουμε ισχυρή συναίνεση, άρα τώρα χρειάζεται να την εδραιώσουμε και να λύσουμε τις τεχνικές λεπτομέρειες του πώς να γίνει αυτό συμφωνία» είχε δηλώσει χθες ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν ενώ ο Γάλλος ομόλογός του, Μπρουνό Λεμέρ, σημείωσε πως «δεν μπορούμε να εξηγήσουμε στους πολίτες ότι θα πρέπει να πληρώνουν τους φόρους τους όταν συγκεκριμένες εταιρείες δεν το κάνουν αυτό διότι μεταφέρουν τα κέρδη τους σε περιοχές με χαμηλή φορολογία».
«Κίνδυνος» η κλιμάκωση των εντάσεων στο εμπόριο
Σύμφωνα με την ανακοίνωση που έχει στη διάθεσή του το Reuters, οι οικονομικοί αξιωματούχοι της G20 θα δηλώνουν επίσης ότι η παγκόσμια ανάπτυξη είναι πιθανόν να επιταχυνθεί φέτος και την επόμενη χρονιά, προειδοποιώντας ωστόσο ότι η κλιμάκωση των εντάσεων για το εμπόριο και τις γεωπολιτικές σχέσεις είναι μεταξύ των σημαντικότερων κινδύνων.
«Η παγκόσμια ανάπτυξη φαίνεται να σταθεροποιείται και γενικά προβλέπεται να επιταχυνθεί με μέτριο ρυθμό αργότερα φέτος και το 2020. Ωστόσο, η ανάπτυξη παραμένει χαμηλή... Το πιο σημαντικό είναι ότι έχουν κλιμακωθεί οι εντάσεις για το εμπόριο και τις γεωπολιτικές σχέσεις. Θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε αυτούς τους κινδύνους και είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε περαιτέρω δράση» αναφέρεται στο τελικό προσχέδιο του κοινού ανακοινωθέντος.
Αξιωματούχοι υποστήριζαν χθες ότι η κλιμάκωση της εμπορικής διαμάχης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας καθιστούσε ολοένα και πιο δύσκολη τη σύνταξη του τελικού ανακοινωθέντος. Πηγές ανέφεραν νωρίτερα ότι απαλείφθηκε από το κείμενο η φράση σύμφωνα με την οποία η G20 «αναγνωρίζει την πιεστική ανάγκη να διευθετηθούν οι εντάσεις για το εμπόριο», η οποία υπήρχε στο προσχέδιο της ανακοίνωσης που συζητείτο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αναμένεται να συναντηθούν στις 28-29 Ιουνίου στην Οσάκα της Ιαπωνίας, όπως δήλωσε χθες ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν.
«Καμπανάκι» Λαγκάρντ για τις εμπορικές διαμάχες
Έκκληση στην Ομάδα των 20 μεγάλων οικονομιών του πλανήτη (G20) να δώσουν προτεραιότητα στην επίλυση των διαφορών στο εμπόριο, ώστε να μετριαστούν οι κίνδυνοι για την παγκόσμια ανάπτυξη, απηύθυνε η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ.
«Συνεδριάσαμε σε μια περίοδο κατά την οποία η παγκόσμια οικονομία εμφανίζει διστακτικά σημάδια σταθεροποίησης και η ανάπτυξη προβλέπεται να ενισχυθεί. Ενώ αυτό είναι καλή είδηση, ο δρόμος μπροστά μας παραμένει επισφαλής και υπόκειται σε αρκετούς καθοδικούς κινδύνους», ανέφερε η Λαγκάρντ σε ανακοίνωσή της ύστερα από τη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζιτών της G20 στη Φουκουόκα της νότιας Ιαπωνίας.
«Για να μετριαστούν αυτοί οι κίνδυνοι, τόνισα ότι η πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των σημερινών εντάσεων στο εμπόριο, συμπεριλαμβανομένης της εξάλειψης των υφιστάμενων δασμών και της αποφυγής νέων», δήλωσε, προσθέτοντας ότι απαιτούνται επίσης προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του διεθνούς εμπορικού συστήματος.
Όπως επισήμανε, «αυτός θα είναι ο καλύτερος τρόπος για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για να προσφέρουν περισσότερη σιγουριά και εμπιστοσύνη στις οικονομίες τους και να βοηθήσουν, όχι να παρεμποδίσουν, την παγκόσμια ανάπτυξη».