Ασυμβίβαστο για τα μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ «βλέπει» η FAZ
Την αποκάλυψη ότι 13 από τους 25 κορυφαίους τραπεζικούς της ΕΚΤ έχουν καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ σε εποπτευόμενες τράπεζες έκανε η γερμανική FAZ, επισημαίνοντας ότι ο κίνδυνος της σύγκρουσης συμφερόντων είναι υπαρκτός.
Για να αποκαλυφθούν και να αποφευχθούν ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων, οι ανώτεροι κεντρικοί τραπεζικοί έπρεπε να εμφανίσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Τα στοιχεία των 25 μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δείχνουν ότι οι μισοί από αυτούς διαθέτουν σχετικά υψηλό επίπεδο ρευστότητας. 13 μέλη του Δ.Σ., συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, έχουν πάνω από 100.000 ευρώ σε καταθετικούς λογαριασμούς σε τράπεζα που βρίσκεται υπό την εποπτεία της ΕΚΤ.
Από το Διοικητικό Συμβούλιο, εκτός από τον κ. Ντράγκι, λογαριασμούς με περισσότερες από 100.000 ευρώ έχουν επίσης, ο Μπενουά Κερέ, ο Ιβ Μερς και ο επικεφαλής οικονομολόγος Πέτερ Πράετ. Αυτό προκύπτει από το σύνολο των 82 σελίδων εγγράφων όλων των συμβούλων της ΕΚΤ, τα οποία δημοσίευσε πρόσφατα η ίδια στην ιστοσελίδα της (αν και αρκετά καλά κρυμμένη). Ο πρόεδρος της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, δεν έχει τόσο υψηλές καταθέσεις, έχει όμως ο Γάλλος Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, ο Έλληνας Γιάννης Στουρνάρας, ο Κύπριος Κωνσταντίνος Ηροδότου όπως επίσης και ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας, Ιγνάσιο Βίσκο. Το όριο των 100.000 ευρώ είναι σημαντικό, διότι οι καταθέσεις προστατεύονται από το νόμο μόνο μέχρι αυτό το όριο – πέραν τούτου οι καταθέσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση εξυγίανσης μιας τράπεζας για την κάλυψη απωλειών.
Επιπλέον, οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να δημοσιοποιήσουν εάν έχουν περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζονται ενεργητικά ή παθητικά, καθώς και «άλλα οικονομικά συμφέροντα». Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ έδωσαν ελάχιστες ή καθόλου πληροφορίες. Για τον Ντράγκι, τα αντίστοιχα πεδία και πίνακες είναι κενά. Και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, επενδύει στο ισπανικό ταμείο MM Mutuactivos που τοποθετείται σε μετοχές ανά τον κόσμο.
Ο μοναδικός ο οποίος αναφέρει συμμετοχή σε μετοχικό κεφάλαιο είναι ο Βιλερουά ντε Γκαλό: στην εταιρεία κατασκευής κεραμικών Villeroy & Boch, ο οποίος και προέρχεται από την πρώτη οικογένεια της εν λόγω εταιρείας.
Ο επικεφαλής της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν έχει σύμφωνα με τα στοιχεία μερίδια σε δύο επενδυτικά ταμεία: Ένα στην ETF Dax η οποία επενδύει παθητικά στο γερμανικό χρηματιστηριακό δείκτη, καθώς και ένα στην MSCI World ETF η οποία παρακολουθεί τον γεωγραφικά ευρέως εξαπλωμένο -World Index. Ο Ιβ Μερς αναφέρει(τη συμμετοχή του)σε τρία επενδυτικά ταμεία του Λουξεμβούργου. O μεγαλύτερος κατάλογος είναι του επικεφαλής της βελγικής κεντρικής τράπεζας Πιέρ Βουντς, ο οποίος κατέχει επενδυτικά ταμεία στις Templeton, Fidelity και JP Morgan.
Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών κερδίζουν συνήθως περισσότερο από τους ηγέτες των χωρών τους - αυτό εξηγείται από τις υψηλές αποδοχές στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Ο βασικός μισθός του προέδρου της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι ανερχόταν σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ το 2018 σε 401.000 ευρώ, ενώ επιπλέον λαμβάνει –εν μέρει αφορολόγητα – πενταψήφια έως και σχεδόν εξαψήφια επιδόματα. Αν και ο επικεφαλής της ΕΚΤ λαμβάνει περίπου το ένα τρίτο πάνω από το βασικό μισθό του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε σύγκριση με το εισόδημα των διευθυντικών στελεχών τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα, η αμοιβή του είναι μέτρια.
Τα Διοικητικά Συμβούλια πρέπει να τηρούν έναν αυστηρό "κώδικα δεοντολογίας" που αποσκοπεί στην εξάλειψη συγκρούσεων συμφερόντων. Πέραν τούτου, πρέπει επίσης να αναφέρουν εισοδήματα από άλλες (δευτερεύουσες επαγγελματικές) δραστηριότητες. Το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, Σαμπίνε Λάουτενσλάγκερ, αναφέρει ότι έλαβε για την θέση της στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Alfried Krupp από το 2016, μετά από τους φόρους, 10.000 ευρώ. Εκτός από αυτό, ο κ. Κρουπ αναφέρει επίσης μια πενιχρή κατάθεση 500 ευρώ ως συμμέτοχος της Volksbank Κολωνίας-Βόννης και της Volksbank Χόνεφ, ενώ ο κ. Mερς έλαβε 1.644 ευρώ για την δραστηριότητά του, ως επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστήμιου του Λουξεμβούργου.