Πρόταση για το Ταμείο Εγγυοδοσίας
Του Στάθη Κωνσταντινίδη
Βουλευτής Ν. Κοζάνης
«Η διάχυση των κεφαλαίων κίνησης του Ταμείου Εγγυοδοσίας σε περισσότερους δικαιούχους και στην πραγματική οικονομία θα φέρει υγεία στις συναλλαγές, θα συγκρατήσει τις τιμές και τελικά θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του προγράμματος».
Στην κατεύθυνση της παροχής ρευστότητας και της επανεκκίνησης της οικονομίας, η κυβέρνηση αποφάσισε μεταξύ άλλων και τη δημιουργία Ταμείου Εγγυοδοσίας για την άμεση χορήγηση, μέσω τραπεζών, κεφαλαίων κίνησης ύψους 7 δισ. Ευρώ, με την μερική εγγύηση του Δημοσίου.
Σύμφωνα με τα πρώτα γνωστά στοιχεία, οι πόροι θα προέλθουν από το ΕΣΠΑ και από τραπεζικές συμμετοχές, ενώ η κρατική εγγύηση θα ανέλθει στο 80% και θα είναι 6ετούς διάρκειας.
Στόχος είναι τα δάνεια να κατανεμηθούν ισομερώς σε μεγάλες και μικρομεσαίες (μη προβληματικές) επιχειρήσεις.
Το ύψος του δανείου για κάθε δικαιούχο, θα συναρτάται προς το μισθολογικό κόστος (ετήσιο χ 2) ή τον κύκλο εργασιών του κατά το προηγούμενο έτος (25% αυτού).
Το πρόγραμμα κατατείνει στην κεφαλαιακή ενίσχυση των επιχειρήσεων, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης.
Με τη σταδιακή επανέναρξη της δραστηριότητας, η αγορά αναμένεται να «πιεστεί» από συσσωρευμένες υποχρεώσεις των επαγγελματιών, από τη μειωμένη ζήτηση, από την έλλειψη ρευστότητας, και από τη διστακτικότητα και επισφάλεια που θα χαρακτηρίζει τις συναλλαγές. Το βέβαιο είναι ότι η αγορά θα χρειαστεί ρευστότητα.
Κατά συνέπεια, ουσιώδη παράμετρο για την επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος αποτελεί η μεγαλύτερη δυνατή διάχυση των κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία. Δηλαδή, περισσότεροι κατά το δυνατόν δικαιούχοι, που θα κάνουν πραγματική χρήση αυτών στην επιχειρηματική δραστηριότητά τους. Με απλά λόγια «να πέσουν τα χρήματα στις δουλειές».
Η εγγύηση του δημοσίου αποτελεί αναγκαία και επαρκή, ελπίζω, συνθήκη για το πρώτο, ενώ η στοχευμένη χρήση τους θα συνιστούσε χρήσιμο κριτήριο για το δεύτερο.
Έτσι, θα ήταν ίσως σκόπιμο, το κεφάλαιο που θα εγκριθεί σε κάθε δικαιούχο να κατευθυνθεί μόνο σε επιχειρηματικές υποχρεώσεις. Δηλαδή, η χορήγηση να παραμένει σε τραπεζικό του λογαριασμό (σαν πιστωτική γραμμή), και από εκεί να πληρώνει μόνο εμπορικές συναλλαγές ή λειτουργικές και εργοδοτικές δαπάνες, με την απλή κοινοποίηση του σχετικού παραστατικού (πάγια, ενοίκια, μισθοδοσία, προμήθειες κλπ) χωρίς καμία εγκριτική διαδικασία από την τράπεζα.
Η διαδικασία αυτή θα έδινε φερεγγυότητα στην προμηθευτική αλυσίδα και πλάτος, βάθος και διάρκεια στη χρήση των κονδυλίων. Τελικά, θα πολλαπλασίαζε τους ωφελούμενους. Αλλιώς, υπάρχει ο κίνδυνος, είτε να μείνουν τα χρήματα στα συρτάρια για τις «βροχερές ημέρες» είτε να γίνει άσκοπη χρήση των δανείων και άρα να αυξηθεί ο κίνδυνος για τη μη αποπληρωμή τους.
Στις επιχειρήσεις επικρατεί προσώρας η ανησυχία μήπως τα δανειακά αυτά εργαλεία δεν καταλήξουν σε αυτούς που πραγματικά τα χρειάζονται, εφόσον επικρατήσουν τραπεζιτικά κριτήρια. Φρονώ ότι η προτεινόμενη διαδικασία θα ενισχύσει την ασφάλεια και αποδοτικότητα του ούτως ή άλλως χρήσιμου εργαλείου που ενεργοποιεί η κυβέρνηση.