Τι είδε η HSBC στο πρώτο... μεταμνημονιακό ταξίδι της στην Ελλάδα
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, οι δημοσιονομικές αστοχίες λόγω των αναδρομικών, οι εξωτερικές ανισορροπίες και οι εκλογές εγκυμονούν κινδύνους, τονίζει η HSBC σε νέα της έκθεση για την Ελλάδα, μετά το πρόσφατο ταξίδι της στην Αθήνα, το πρώτο της ύστερα από την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια.
Ο οίκος, μάλιστα, χτυπά «καμπανάκι» για τις ελληνικές τράπεζες, επισημαίνοντας πως τα «κόκκινα δάνεια» αποτελούν τη βασική πηγή ανησυχίας.
Οι κίνδυνοι
Κατώτατος μισθός: Οι δανειστές εκφράζουν προβληματισμό για την αύξηση κατά 11% αναφορικά με το κατά πόσο θα επηρεάσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα, αν δεν συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας. Υπάρχουν ωστόσο κάποια «θετικά». Η αύξηση επηρεάζει κυρίως τον κλάδο «μη εμπορεύσιμων αγαθών» και έτσι η επίδραση στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα είναι περιορισμένη. Παράλληλα θα τονώσει την εσωτερική ζήτηση.
Δημοσιονομικές αστοχίες: Οι αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις και το αβέβαιο αποτέλεσμά τους αποτελούν πηγή κινδύνου. Το ΔΝΤ υπολόγισε ότι η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί να πληρώσει 5 δισ. ευρώ για συντάξεις και 1,4 δισ. ευρώ για μισθούς Δημοσίου. Αν και είναι εφάπαξ καταβολές και δεν επηρεάζουν δημοσιονομικά (ενώ υπάρξει και άφθονο μετρητό), ίσως υπάρξουν επιπλοκές στο μέλλον, αυξάνοντας τον κίνδυνο να μην πιαστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και να δημιουργηθεί πίεση για λιτότητα σε επόμενες κυβερνήσεις.
Διεθνείς ανισορροπίες: Μπορεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να υποχώρησε από το 15% το 2008 περίπου στο 3% εσχάτως, όμως εμφανίζεται να διευρύνεται εκ νέου. Αντίθετα σε αυτό το στάδιο άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, είχαν πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό δημιουργεί την ανησυχία ότι στο μέλλον, καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό και η ανάκαμψη επιταχύνεται, μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω.
Οι εκλογές: Περισσότερο πιθανό είναι να διεξαχθούν τον Οκτώβριο. Η ΝΔ προηγείται στις δημοσκοπήσεις αλλά όπως σημείωσε ο υπουργός Εσωτερικών, αυτές συστηματικά υποτιμούν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε δεν μπορούν να αποκλειστούν εκπλήξεις. Η HSBC εκτιμά ότι κάποια προεκλογικά δώρα από την κυβέρνηση δεν μπορούν να αποκλειστούν, ενώ και η ΝΔ μιλά για σημαντικές περικοπές φόρου αν αναλάβει την εξουσία, οι οποίες θα αντισταθμιστούν από περικοπές στις δαπάνες. Ωστόσο, σημειώνει ο οίκος, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας, τα περιθώρια περικοπών είναι περιορισμένα, ειδικά χωρίς να επηρεαστούν οι επενδύσεις. Στα θετικά σημειώνει ο οίκος και το ότι προχωρά η συνταγματική αναθεώρηση, που αποτρέπει τον κίνδυνο νέων εκλογών το 2020.
Επενδύσεις: Ο μεγάλος «ασθενής»
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο οίκος στο φλέγον ζήτημα των επενδύσεων.
Όπως τονίζεται στην ίδια έκθεση, αυτό που λείπει έως τώρα είναι οι επενδύσεις, οι οποίες παραμένουν ακόμα 2/3 χαμηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν πτώση 12% το 2018 (αν και μπορεί αυτό να αναθεωρηθεί καθώς τα στοιχεία δείχνουν υψηλή συμμετοχή των αποθεμάτων στην ανάπτυξη πέρυσι, κάτι που τείνει να αποδοθεί σε κατανάλωση ή -πιθανότερα- σε επενδύσεις σε μεταγενέστερο στάδιο). Η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων παραμένει χαμηλή, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις διαρκώς είναι κάτω των στόχων (με κενό που αντιστοιχεί σε 1% του ΑΕΠ πέρυσι), κάτι που αποδίδεται σε ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης.
Όπως τονίζει η HSBC, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι το σημείο στο οποίο καταγράφονται οι περισσότερες διαφωνίες. Οι περισσότεροι βλέπουν ρυθμούς άνω του 2% για αρκετά χρόνια, εξαιτίας των υφιστάμενων «περιθωρίων» (μείωση ανεργίας που παραμένει στο 18%). Το ΔΝΤ βλέπει ότι αυτά τα περιθώρια θα ξεθωριάσουν νωρίτερα και την ανάπτυξη να υποχωρεί στο 1,2% το 2022, ενώ πιστεύει ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη θα είναι γύρω στο 1% εξαιτίας δημογραφικού. Επίσης επισημαίνει και τη μεταρρυθμιστική κόπωση ως έναν ακόμα παράγοντα απαισιοδοξίας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Η HSBC γράφει ότι η πρόσφατη βελτίωση στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (πέρυσι πιάστηκε ο στόχος για πρώτη φορά) είναι ενθαρρυντική. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις που σχετίζονται με τη «χρυσή βίζα» δείχνουν σημάδια βελτίωσης και αν το μομέντουμ διατηρηθεί, θα υπάρξει κάποια στήριξη σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές επενδύσεις.
Τράπεζες και χάσματα…
Η HSBC διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση, οι εγχώριοι και διεθνείς θεσμοί και οι τράπεζες συμφωνούν πλήρως σε λίγα μόνο θέματα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχει συναίνεση για άρση ή την αύξηση του ορίου στα κρατικά ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες, προκειμένου να βελτιωθεί η κερδοφορία των τραπεζών, να βελτιωθεί η δευτερογενής αγορά και να εξομαλυνθούν οι διαφορές μεταξύ των τραπεζών. Ωστόσο, υπάρχει ελάχιστη σαφήνεια σχετικά με το χρονοδιάγραμμα μιας τέτοιας κίνησης ή τις λεπτομέρειες για πιθανούς μελλοντικούς περιορισμούς. Έτσι είναι απίθανο ότι αυτό το ζήτημα θα προχωρήσει άμεσα. Όλα τα μέρη συμφώνησαν επίσης ότι οι τάσεις στην ποιότητα του ενεργητικού βελτιώνονται και οι τράπεζες έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη μείωση των NPEs.
Ωστόσο, πέρα από αυτά τα δύο θέματα, μηνύματα ήταν μεικτά. Οι απόψεις ήταν διαφορετικές σε ότι αφορά το θέμα της παροχής πίστωσης. Οι τράπεζες επιμένουν ότι δεν περιορίζονται από τη ρευστότητα ή τα κεφάλαια. Τα σχέδιά τους περιλαμβάνουν αυξανόμενα επίπεδα νέας παραγωγής δανείων και βλέπουν τη ζήτηση των πιστώσεων να αυξάνεται κυρίως για επιχειρήσεις και ίσως και για την καταναλωτική πίστη. Τα στεγαστικά δάνεια θεωρούνται πιθανότατα να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν εμπόδια για αρκετά χρόνια λόγω της συνεχιζόμενης απομόχλευσης. Ωστόσο, οι διάφοροι θεσμοί που συνάντησε η HSBC επέμεναν ότι η προσπάθεια μείωσης των NPEs εξακολουθεί να περιορίζει σημαντικά την ικανότητα των τραπεζών να δανείζουν, ενώ υπήρξαν και απόψεις ότι η ρευστότητα παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα.
Ανάπτυξη και δημοσιονομικά
Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει συμπαγής, τονίζει η HSBC.
Ο οίκος υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα έως τώρα φαίνεται να είναι σχετικά ανεπηρέαστη από το φρενάρισμα της παγκόσμιας οικονομίας και της ευρωζώνης, ενώ η ανάπτυξη επεκτείνεται σε περισσότερους τομείς. Οι απόψεις διαφοροποιούνται περισσότερο, όμως, σε ό,τι αφορά τη μακροπρόθεσμη εικόνα, εξαιτίας κάποιας μεταρρυθμιστικής κόπωσης και των χαμηλών επιπέδων επένδυσης, στοιχείο που μπορεί να περιορίσει τα οφέλη στην παραγωγικότητα.
Έως τώρα, σημειώνει, η μετά πρόγραμμα εποπτεία υπήρξε σχετικά ομαλή. Ωστόσο η ΕΕ παρακράτησε την εκταμίευση 1 δισ. ευρώ εξαιτίας της διαφωνίας για το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη. Αμφότερες οι πλευρές, πάντως, εμφανίζονται θετικές σε ό,τι αφορά την προοπτική συμφωνίας, πιθανώς πριν από το Eurogroup της 5ης Απριλίου.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, η χώρα διαθέτει ένα μαξιλάρι ρευστότητας 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι είναι πλήρως καλυμμένη έως τα τέλη του 2023 τουλάχιστον. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για το τι θα κάνει με τμήμα αυτού του ποσού, αλλά θα μπορούσε να διατεθεί για αποπληρωμή κάποιων δανείων του ΔΝΤ, μείωση των εντόκων γραμματίων, περιορισμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ή για τη βοήθεια προς τις τράπεζες ώστε να περιορίσουν τα NPEs. Μετά από τις δύο εξόδους στις αγορές φέτος είναι πιθανές νέες κινήσεις, προκειμένου να πιαστεί ο στόχος που έχει θέσει ο ΟΔΔΗΧ για άντληση 7 δισ. ευρώ φέτος.