JP Morgan: «Bρώμικη» η έξοδος, «μονόδρομος» η προληπτική γραμμή στήριξης
Δεν «βλέπει» «καθαρή έξοδο» από το ελληνικό πρόγραμμα η JP Morgan, εκτιμώντας πως η προληπτική γραμμή στήριξης είναι «μονόδρομος» για τη χώρα.
Σε νέα του έκθεση, ο οίκος δηλώνει... πως τηρεί «ουδέτερη» στάση όσον αφορά τις ελληνικές μετοχές, ενώ εξηγεί τους κινδύνους και τους καταλύτες για την επόμενη μέρα της λήξης του μνημονίου.
Όπως καταγράφει, τα ελληνικά διετή ομόλογα έχουν απόδοση 1,4% (353 μονάδες βάσης χαμηλότερα από το μέσο όρο του 2017 και 119 μονάδες βάσης κάτω από τους αντίστοιχους αμερικανικούς οίκους). Οι τράπεζες μείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 4,7 δισ. ευρώ στα 95,7 δισ. το τέταρτο τρίμηνο έναντι στόχου για 95,9 δισ. ευρώ, ενώ ο προϋπολογισμός το πρώτο τετράμηνο καταγράφει πρωτογενές πλεόνασμα 2,3 δισ. ευρώ.
Η JP Morgan επισημαίνει πως το ελληνικό αφήγημα δεν έχει αλλάξει τα τελευταία πέντε χρόνια: εξελίσσεται γύρω από την ολοκλήρωση/καθυστέρηση στις αξιολογήσεις, αυξομειώσεις στην επιχειρηματική/καταναλωτική εμπιστοσύνη, αύξηση/μείωση του ΑΕΠ και ράλι/διόρθωση της χρηματιστηριακής αγοράς.
«Ο επόμενος καταλύτης θα είναι μια πιθανή ανακοίνωση για περαιτέρω ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από τα μέσα Αυγούστου», τονίζει ο οίκος.
«Με βάση αυτό το βασικό σενάριο η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις καθαρές αγορές τίτλων ύψους 30 δισ. ευρώ το μήνα μόνο μέχρι το Σεπτέμβριο», υπογραμμίζει.
Εκτιμά δε ότι οι τράπεζες παραμένουν ο πιο φθηνός τομέας με δείκτη τιμής/λογιστικής αξίας (P/BV) 0,3x με βάση τα στοιχεία τετάρτου τριμήνου, ενώ τα stress test έδειξαν ότι δεν υπάρχει άμεση ανάγκη για νέα χρηματοδότησή τους.
Σύμφωνα με την JP Morgan, «ένα βασικός κίνδυνος για το καλό σενάριο θα μπορούσε να είναι η πρόωρη διακοπή του QE, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιπλέον ανοδική πίεση στις αποδόσεις των ομολόγων της περιφέρειας».
Τέλος, για τον οίκο, ο ΟΤΕ αποτελεί το μόνο top pick του οίκου. «Η εταιρεία επιστρέφει σε ανάκαμψη το 2018 μετά από σχεδόν μια δεκαετία υποχώρησης. Οι αναλυτές της περιμένουν μεσοπρόθεσμα ισχυρή βελτίωση του cash flow και των επιστροφών στους μετόχους», υποστηρίζει.