Η τελευταία πράξη του «δράματος» για τις τράπεζες
Τα δάνεια που περνούν στο «κόκκινο» είναι περισσότερα από αυτά που ρυθμίζονται.
Έχουμε εισέλθει στην τελευταία πράξη του δράματος για τις ελληνικές τράπεζες. Και αυτό μετά την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα όταν τόνιζε την ανάγκη νέων εκτεταμένων ελέγχων στα βιβλία των 4 συστημικών ομίλων και διατυπώνονται εκτιμήσεις για κεφαλαιακό έλλειμμα 10 δισ. ευρώ. Μπορεί η απαίτηση του ΔΝΤ για τον έλεγχο ποιότητας ενεργητικού να «πάγωσε», όμως μένει να ξεκαθαρίσει αν θα χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση μετά τα τεστ αντοχής.
Η αδυναμία των τραπεζών να ελέγξουν τα «κόκκινα» δάνεια λόγω εσωτερικών αδυναμιών τους και του πισωγυρίσματος στην οικονομία από τα capital controls και από τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο των αξιολογήσεων δημιουργούν ξανά αμφιβολίες για την κεφαλαιακή ισχύ του συστήματος.
Όπως τονίζει στο «xrimaonline.gr» υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος ένα στοιχείο που προβληματίζει τους επενδυτές είναι το γεγονός ότι δεν «πάνε καλά» οι ρυθμίσεις των «κόκκινων» δανείων, γεγονός που εάν συνεχιστεί μπορεί να αναγκαστούν οι τράπεζες να αυξήσουν τις προβλέψεις τους, μειώνοντας τα κέρδη εις βάρος των μετόχων.
Σο ίδιο στέλεχος μας επισημαίνει την πρόσφατη επισήμανση της ΤτΕ: «ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate), για τα στοιχεία β΄τριμήνου, παρέμεινε σε επίπεδα άνω του 2%, ξεπερνώντας το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) και καθιστώντας τις εκτεταμένες διαγραφές δανείων το σημαντικότερο μέσο μείωσης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων».
Η επισήμανση αυτή μεταφράζεται… ως εξής: τα δάνεια που περνούν στο «κόκκινο» είναι περισσότερα από αυτά που θεραπεύονται με ρυθμίσεις. Δηλαδή, εξακολουθεί να υπάρχει μια δυσμενής δυναμική διόγκωσης των προβληματικών χαρτοφυλακίων.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του εποπτικού βραχίονα της ΕΚΤ, του SSM, ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν χρειάζονται νέα εξέταση των προβληματικών χαρτοφυλακίων τους, οι επενδυτές τρομάζουν από τον θόρυβο που προκάλεσε το ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι για το τραπεζικό σύστημα η προηγούμενη απόφαση να δοθεί χρόνος τριών ετών για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων που υπερβαίνουν τα 100 δισ. ευρώ ήταν λανθασμένη, καθώς όλο αυτό το διάστημα οι τράπεζες θα παραμένουν σε κατάσταση «ζόμπι».
Πρωταθλήτριες… οι ελληνικές τράπεζες στην Ε.Ε
Tην ανάγκη να επισπευστεί η υλοποίηση των μέτρων που έχουν αποφασιστεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» υπογραμμίζει η πρόεδρος του SSM D. Noy σε απαντητική επιστολή προς τον ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκο Χουντή. Η κ. Νοy κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφέροντας ότι οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντικές προκλήσεις, όπως μεταξύ άλλων η ανάγκη μείωσης του πολύ υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τα οποία όπως αναφέρει ανέρχονται σε περίπου 45% των συνολικών ανοιγμάτων τους. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο σε όλες τις χώρες της τραπεζικής ένωσης. Παρά ταύτα υποστηρίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτοντας δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 16,7% κρίνονται από την ΕΚΤ ως επαρκώς κεφαλαιοποιημένες.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρη την ΕΕ, όταν το ενεργητικό του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτελεί μόλις το 1,2% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στην ΕΕ. Τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανά κατηγορία δανείων, διαμορφώνονται σε 41,5% για τα στεγαστικά, 44,4% για τα επιχειρηματικά και 54% για τα καταναλωτικά δάνεια και αφορούν περίπου 464 χιλιάδες, 423 χιλιάδες και 1,9 εκατομμύρια δανειολήπτες αντίστοιχα.
Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί για τη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στα 67 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, με το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης να εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί το 2018 και το 2019.