Νευρικότητα και έντονες διακυμάνσεις στη Wall Street
Έντονη νευρικότητα επικρατεί στη σημερινή συνεδρίαση του Χρηματιστήριου της Νέας Υόρκης, με τους επενδυτές να προσπαθούν να συνέλθουν από τις χθεσινές ισχυρές απώλειες, οι οποίες προκλήθηκαν από το σήμα της κεντρικής τράπεζας για νέες αυξήσεις επιτοκίων.
Ειδικότερα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones υποχωρεί κατά περίπου 226 μονάδες ή 0,69% στις 32.630 μονάδες, ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500 μειώνεται κατά 0,33% στις 3.972 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq υποχωρεί 0,11% στις 11.516 μονάδες.
Οι σημερινές διακυμάνσεις επέρχονται στον απόηχο των νέων δηλώσεων του επικεφαλής της Federal Reserve, Τζερόμ Πάουελ, ο οποίος προανήγγειλε την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, αλλά και τη διατήρησή τους σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
«Τα τελευταία οικονομικά στοιχεία ήταν ισχυρότερα απ’ ό,τι περιμέναμε, κάτι που σημαίνει ότι το τελικό ύψος των επιτοκίων πιθανώς θα είναι υψηλότερο», δήλωσε την Τρίτη ο Πάουελ, ο οποίος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μεγαλύτερων αυξήσεων επιτοκίων τους επόμενους μήνες.
«Εφόσον τα στοιχεία δείξουν ότι απαιτείται πιο γρήγορη σύσφιγξη, θα είμαστε προετοιμασμένοι ώστε να επιταχύνουμε τον ρυθμό των αυξήσεων στα επιτόκια» πρόσθεσε, καταθέτοντας ενώπιον των Γερουσιαστών στο Κογκρέσο.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι traders εκτιμούν πλέον ότι το τελικό ύψος των επιτοκίων θα φθάσει στο 5,6%. Η BlackRock, από την πλευρά της, σπεύδει να ανεβάσει ακόμη περισότερο τον πήχη, τον οποίο θέτει στο 6%.
Ας σημειωθεί ότι σήμερα το επιτοκιακό εύρος της Fed κυμαίνεται μεταξύ 4,5% και 4,75%, με την προσοχή να στρέφεται στις 22 Μαρτίου, ημέρα αποφάσεων για την κεντρική τράπεζα.
Όλα αυτά, όπως είναι εύλογο, έχουν εμβαθύνει την αντιστροφή της καμπύλης των αμερικανικών αποδόσεων, με το premium στην απόδοση των 2ετών ομολόγων σε σχέση με τα 10ετή ομόλογα να φθάνει τις 100 μονάδες βάσης. Μία επίδοση, η οποία έχει να καταγραφεί από το 1981.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος δανεισμού στη 10ετία κυμαίνεται στα όρια του 4%, ενώ στη διετία ξεπερνάει το επίπεδο του 5%, για πρώτη φορά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 – 2009.
Την ίδια στιγμή, οι νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα ήταν περισσότερες απ’ ό,τι ανέμεναν οι αναλυτές, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει την ανθεκτική εικόνα της αμερικανικής οικονομίας και το οποίο επιτρέπει στη Fed να αναλάβει περισσότερες πρωτοβουλίες σύσφιγξης.