Ενεργειακή κρίση: Οι τρεις μήνες του 2023 που θα κρίνουν την αγορά
Στα Χριστούγεννα του... 2023 έχουν στρέψει από τώρα τα βλέμματά τους οι αναλυτές, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί λόγω των ελλείψεων φυσικού αερίου, οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν μονιμότερες του προσωρινού και να διαρκέσουν μέχρι το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε. Οι τιμές της ενέργειας τόσο στη Βρετανία όσο και την υπόλοιπη Ευρώπη έχουν εκτιναχθεί στα ύψη λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, των κυρώσεων της Δύσης και των απαντήσεων που επιχειρεί να δώσει από την πλευρά της η Μόσχα.
Όλα θα εξαρτηθούν από το πόσο κρύοι θα αποδειχθούν ο Ιανουάριος και οι δύο επόμενοι μήνες, ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος και σε ποιο βαθμό οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να αυξήσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση. Εάν οι θερμοκρασίες παραμείνουν σε λογικά επίπεδα, τα νοικοκυριά δε θα χρειαστούν τόσο πολύ ενέργεια, κάτι που θα σηματοδοτήσει μόλις μερική μείωση των ευρωπαϊκών ενεργειακών αποθεμάτων. Σε αυτή την περίπτωση, η αναπλήρωσή τους θα αποδειχθεί ευκολότερη ακόμα και χωρίς την παροχή ρωσικών υδρογονανθράκων.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της Investec, Μάρτιν Γιανγκ, πρόκειται να τεθούν σε λειτουργία νέα αιολικά πάρκα τα οποία θα συνδράμουν στην παροχή ενέργειας στο ευρωπαϊκό δίκτυο ηλεκτροδότησης μέχρι το τέλος του έτους. Παρ’ όλα αυτά, ο αναλυτής τόνισε πως δεν είναι, ακόμα, βέβαιη η επαναλειτουργία ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων μέσω καύσης άνθρακα ή χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Σημειωτέον πως η βρετανική κυβέρνηση έχει ήδη συμφωνήσει για την επαναλειτουργία κλειστών μονάδων άνθρακα εάν κάτι τέτοιο θεωρηθεί σκόπιμο και αναγκαίο.
Οι αποθήκες LNG
Μέχρι πρότινος υπήρχαν, πενιχρές μεν αλλά υπαρκτές δε, συνεχιζόμενες ροές φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ευρώπη. Μέχρι το τέλος του 2023, όμως, οι «κάνουλες» αυτές θα έχουν κλείσει εντελώς και η Γηραιά Ήπειρος θα πρέπει να βασιστεί εξ ολοκλήρου στην εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ, το Κατάρ και άλλες χώρες. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει περιορισμένος αριθμός τάνκερ LNG στον κόσμο αλλά και περιορισμένες θέσεις όπου τα πλοία αυτά μπορούν να δέσουν στα ευρωπαϊκά λιμάνια. Γι' αυτόν το λόγο, τα νέα πρότζεκτ δημιουργίας νέων τερματικών σταθμών LNG έχουν πολλαπλασιαστεί τους τελευταίους μήνες. Για παράδειγμα, η Γερμανία άνοιξε τον πρώτο της τερματικό σταθμό LNG τον Δεκέμβριο, ενώ αναμένεται να ανοίξει και άλλους δύο σταθμούς το 2024.
Η Βρετανία, η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν τη μεγαλύτερη ικανότητα εισαγωγής LNG στην Ευρώπη, αλλά η Ιβηρική χερσόνησος δεν έχει πολλούς αγωγούς φυσικού αερίου οι οποίοι συνδέονται με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Την ίδια στιγμή, η Βρετανία δεν έχει αρκετά σημεία στα οποία μπορεί να αποθηκεύσει το φυσικό αέριο το οποίο θα εισάγει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ως αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος του εισαγόμενου LNG στη Βρετανία θα διοχετευθεί προς την υπόλοιπη Ευρώπη για την αύξηση των αποθεμάτων των χωρών της Ε.Ε., ιδιαίτερα προς την Ολλανδία η οποία έχει πλήθος υπόγειων αποθηκών φυσικού αερίου.
Aν και το υγροποιημένο φυσικό αέριο θα παρέχει μερική λύση στο ενεργειακό πρόβλημα της Ευρώπης, δε θα καταφέρει να μειώσει τις τιμές στα προπολεμικά χαμηλά. Το LNG είναι ήδη ακριβό λόγω της ανάγκης μεταφοράς του ενώ στο κόστος προστίθεται και η λειτουργία και συντήρηση των τερματικών σταθμών.
Τα τάνκερ που μεταφέρουν LNG έχουν, επίσης, την ικανότητα να δέσουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ευρώπη θα πρέπει να προσφέρει ανταγωνιστικές τιμές στην παγκόσμια αγορά έτσι ώστε να εξασφαλίσει την εύρυθμη παροχή του υδρογονάνθρακα.
Σύμφωνα, τέλος, με την συμβουλευτική Cornwall Insight, κατ΄αυτόν τον τρόπο οι τιμές θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Ο αναλυτής Δρ. Μάθιου Τσάντγουικ υπογράμμισε πως «το πιθανότερο σενάριο είναι πως η παροχή ρωσικού φυσικού αερίου θα μειωθεί περαιτέρω μέχρι το τέλος του έτους και οι τιμές του υδρογονάνθρακα θα παραμείνουν πολύ υψηλότερες σε σχέση με τα προ-πανδημικά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το 2030. Η αγορά θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστεί στη νέα αυτή πραγματικότητα και τη νέα ισορροπία προσφοράς και ζήτησης».
Με πληροφορίες από Newmoney.gr