Πάουελ: Πιθανή μια νέα χαμηλότερη αύξηση επιτοκίων τους επόμενους μήνες
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Τζερόμ Πάουελ αμέσως μετά την ανακοίνωση της αύξησης των επιτοκίων κατά 0,75%.
Ο κ. Τζερόμ Πάουελ, τόνισε τη δέσμευση του συμβουλίου της Federal Reserve να συνεχίσει στο μονοπάτι της σταθεροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της μείωσης του πληθωρισμού κοντά στο όριο ασφαλείας του 2% που θέτει η Τράπεζα.
Τα νεότερα στοιχεία έδειξαν πως οι πληθωριστικές πιέσεις επιμένουν, εξήγησε ο πρόεδρος της Federal Reserve, αιτιολογώντας την απόφαση που ελήφθη για μια ακόμη δυναμική αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, που ανεβάζει τα επιτόκια στο 4%, που είναι το υψηλότερο σημείο τους από τον Ιανουάριο του 2008.
Χωρίς τη σταθερότητα των τιμών, η οικονομία και η αγορά εργασίας κινδυνεύει, ξεκαθάρισε εκ νέου ο κ. Πάουελ. Το συμβούλιο δε, αναγνωρίζει τα πολύ σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί στην κοινωνία και κυρίως στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά ο πολύ υψηλός πληθωρισμός.
Χαλάρωση του ρυθμού
Υπό την έννοια αυτή το συμβούλιο θεωρεί κατάλληλο το να συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια, όπως επίσης να συνεχίσει τη μείωση του ισολογισμού της «για αρκετό καιρό ακόμη». «Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να καλυφθεί» σχολίασε ο κ. Πάουελ, προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή σταθεροποίηση των τιμών. «Είναι πρόωρο να σκεφτόμαστε να σταματήσουμε» τόνισε, εξηγώντας μάλιστα πως «το τελικό επίπεδο των επιτοκίων θα είναι υψηλότερο από αυτό που αρχικά αναμενόταν».
Όμως, παραδέχτηκε πως στο επόμενο ή στο μεθεπόμενο συμβούλιο της τράπεζας, ήτοι το Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο, μπορεί να τεθεί στο τραπέζι το ζήτημα μιας μικρότερης αύξησης των επιτοκίων, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τα οικονομικά δεδομένα. «Ο χρόνος αυτός πλησιάζει, μπορεί να έρθει γρήγορα όπως στο επόμενο ή στο μεθεπόμενο συμβούλιο. Όμως, καμία (οριστική) απόφαση δεν έχει ληφθεί».
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και το ανακοινωθέν που εξέδωσε το συμβούλιο, η σωρευτική επίδραση των μέχρι τώρα αυξήσεων στην οικονομική δραστηριότητα θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, κάτι που ουσιαστικά ερμηνεύτηκε ως πιθανή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων. Όμως, ο κ. Πάουελ επανέλαβε ξανά και ξανά, πως οι επόμενες κινήσεις της Τράπεζας θα καθοριστούν από την πορεία των οικονομικών δεδομένων.
«Οι αποφάσεις μας θα εξαρτηθούν από το σύνολο των εισερχόμενων στοιχείων και τις επιπτώσεις τους στις προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας» τόνισε χαρακτηριστικά.
Πίεση στην οικονομία
Σε γενικές γραμμές, η αμερικανική οικονομία έχει επιβραδυνθεί σημαντικά σε σχέση με πέρυσι και πολλοί επιμέρους δείκτες, στους οποίους αναφέρθηκε ο κ. Πάουελ αποτυπώνουν την αποδυνάμωση αυτή. Ωστόσο, παρά την επιβράδυνση της ανάπτυξης, η αγορά εργασίας παραμένει εξαιρετικά «σφιχτή», όπως φαίνεται και από τον πολύ μεγάλο αριθμό των κενών θέσεων εργασίας. Και βέβαια η πορεία σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής αναπόφευκτα θα συνεχίσει να πιέζει την οικονομική ανάπτυξη.
Στο 3,75% με 4% τα επιτόκια της Fed
Νωρίτερα, η αρμόδια επιτροπή Ανοιχτής Αγοράς της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ προχώρησε σε νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75% για τέταρτη συνεχόμενη φορά.
Συγκεκριμένα, η FOMC ανέβασε τα επιτόκια στο εύρος του 3,75% με 4%, στο υψηλότερο σημείο από τον Ιανουάριο του 2008, εκτιμώντας πως ο πληθωρισμός παραμένει σε επίμονα υψηλά επίπεδα, παρά το δυναμικό ρυθμό σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής που έχει υιοθετήσει από τον περασμένο Μάρτιο.
Τον Σεπτέμβριο ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε πέραν του αναμενόμενου στο 8,2%, αγγίζοντας νέα υψηλά 40 ετών.
Την ίδια ώρα η αγορά εργασίας παρουσιάζει μια ανθεκτική εικόνα, με μεγάλο αριθμό κενών θέσεων εργασίας, όπως έδειξε και η σημερινή έκθεση του ινστιτούτου ADP, αλλά και ισχυρό ρυθμό αύξησης των μισθών.
Με τη συγκεκριμένη αύξηση να έχει προεξοφληθεί από τις αγορές, το μεγάλο ερώτημα είχε να κάνει με τις προθέσεις του συμβουλίου για τους επόμενους μήνες και δη, την πιθανότητα να επιβραδύνει κάπως το ρυθμό της, με μια επόμενη αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης.
Η φρασεολογία στην ανακοίνωση της τράπεζας δεν έχει αλλάξει ριζικά, επιβεβαιώνοντας πως επιπλέον αυξήσεις είναι κατάλληλες, άρα απαραίτητες.