Fitch: Εκτός επενδυτικής βαθμίδας η Ελλάδα για 2 χρόνια
Εκτός επενδυτικής βαθμίδας «βλέπει» την Ελλάδα ο Fitch για την προσεχή διετία, ενώ συγχρόνως θεωρεί πως το δημόσιο χρέος της χώρας είναι βιώσιμο παρά τη σημαντική αύξησή του κατά το 2020.
Σύμφωνα με την ανάλυση δυναμικής της Fitch Ratings στο βασικό της σενάριο, εκτιμάται ότι το 2020 θα κλείσει με ύφεση 7,9% και ο δείκτης χρέους ως προς το ΑΕΠ θα παραμείνει υψηλός, άνω του 172% έως και το 2025.
Ωστόσο, οι αναλυτές του οίκου εκτιμούν πως η αύξηση του ελληνικού χρέους θα ήταν ανησυχητική, εάν δεν υπήρχαν τα πολύ σημαντικά «μαξιλάρια», τα οποία περιορίζουν το κόστος εξυπηρέτησής του και διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Πρόκειται για: τη συμμετοχή της Ελλάδας στο έκτακτο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, το οποίο έχει βοηθήσει στη μείωση των επιτοκίων με τα οποία εξυπηρετεί η Ελλάδα το χρέος της, καθώς και στη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Όπως υποστηρίζουν, το αναλογικά μικρό βάρος των τόκων που πληρώνει η Ελλάδα, καθώς οι διάρκειες των δανείων και άρα οι πληρωμές είναι πολύ μακροπρόθεσμες. Τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα που έχει το ελληνικό Δημόσιο παρά την πανδημία.
Οι τονίζουν ότι η Ελλάδα έχει δεχτεί ένα σοβαρό σοκ στην οικονομία από την πανδημία και αυτό απεικονίζεται τόσο στους πραγματικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ όσο και στα στοιχεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Την ίδια ώρα, η Fitch «βλέπει» σταθερές προοπτικές για τον κλάδο των τραπεζών, οι οποίες αντανακλούν τις προσδοκίες για μέτρια οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα αλλά και τα σχέδια μείωσης του κινδύνου του κλάδου. Ο αντίκτυπος από την πανδημία, όμως, θα συνεχίσει να πιέζει ορισμένους επιχειρηματικούς τομείς, όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές.
Αξιολογεί την Eurobank με «B-» και αρνητική προοπτική και βραχυπρόθεσμα «Β», την Εθνική Τράπεζα και την Alpha Bank με «CCC+» και βραχυπρόθεσμα «C» και τέλος την Τράπεζα Πειραιώς με «CCC» και βραχυπρόθεσμα «C».
Η λειτουργική κερδοφορία υποστηρίζεται από υψηλότερα εισοδήματα από την ανανεωμένη επιχειρηματική δραστηριότητα, τα κέρδη από συναλλαγές και τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα από τα προγράμματα αναδιάρθρωσης. Η παροχή εγγυήσεων δανείων και οι επιδοτήσεις επιτοκίου από το κράτος θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν νέους όγκους δανεισμού προς τις επιχειρήσεις.
Ωστόσο, η λειτουργική κερδοφορία θα παραμείνει δομικά ασθενής το 2021 (0,5% των RWA, εξαιρουμένου του αντίκτυπου από τις τιτλοποιήσεις) λόγω των υψηλών προβλέψεων για επισφάλειες (1,5% -1,7% των ακαθάριστων δανείων) παρά τις προβλέψεις στο πρώτο εξάμηνο του 2020.