Οι δυσκολίες του γερμανικού ΑΕΠ προβληματίζουν τις ΗΠΑ
H γερμανική ατμομηχανή ασθμαίνει και η Ευρώπη γονατίζει. Μόνο που τα κακά νέα για τη Γερμανία, η οποία ακροβατεί στο χείλος της ύφεσης, έχουν αντίκτυπο και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων.
Η Γερμανία αντιστοιχεί μεν σχεδόν στο ένα-τρίτο της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενώ παράλληλα το διμερές εμπόριο με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ έφθασε πέρυσι στο 1,8 τρισ. ευρώ(2 τρισ. δολάρια). Γι' αυτό το λόγο, το γερμανικό εμπόριο είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά και για τις ΗΠΑ, δύο οικονομίες που αντιπροσωπεύουν τα δύο-τρίτα του ανεπτυγμένου κόσμου, αναφέρει το CNBC σε ανάλυσή του.
Και αντί να ενεργεί ως εποικοδομητικό μέλος της διεθνούς κοινότητας, η Γερμανία αγνοώντας τις ενδείξεις, άφησε τη ζήτηση και την οικονομική παραγωγή να τελματώσουν, με τους ρυθμούς ανάπτυξης του γερμανικού ΑΕΠ σχεδόν μηδενικούς, μόλις στο 0,6% το 2019 και τις χειρότερες επιδόσεις από το 2013.
Το παράδοξο είναι ότι η γερμανική οικονομία φλερτάρει με την ύφεση, παρά το γεγονός ότι ο γερμανικός προϋπολογισμός εμφανίζει πλεόνασμα σχεδόν 2% και το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, στα 290 δισ. δολάρια, είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο. Την ίδια στιγμή το Βερολίνο ασκεί έντονη κριτική στην υπέρ-χαλαρή νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης -παρότι έχει επωφεληθεί τα μέγιστα από αυτήν- και επιτίθεται επανειλημμένως στην πολιτική προστατευτισμού της Αμερικής.
Στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, η απόδοση του δείκτη DAX της Φραγκφούρτης είναι μόλις 3,7% ετησίως, τη στιγμή που οι αντίστοιχες επιδόσεις του αμερικανικού Dow Jones ανέρχονται στο εντυπωσιακό 13%. Και υπάρχουν και χειρότερα. Στη διάρκεια του συγκεκριμένου διαστήματος, ορισμένα από τα μεγαλύτερα brands της γερμανικής μεταποίησης έχουν χάσει πάνω από το ήμισυ της κεφαλαιοποίησής τους.
Δεν είναι να απορεί κανείς που οι Γερμανοί συνεχίζουν να ρίχνουν το φταίξιμο στην ΕΚΤ, κατηγορώντας την ότι «κλέβει» τους καταθέτες με τα πολύ χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια. Σε αυτό το παζλ ζοφερών προοπτικών έρχεται να προστεθεί και η πολιτική αβεβαιότητα, μετά τον πολιτικό σεισμό στη Θουριγγία και τηνκρίση ηγεσίας στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της καγκελαρίου Μέρκελ.
Μπροστά σε όλα αυτά, η Ουάσιγκτον επιλέγει προς το παρόν στάση αναμονής, την ώρα που η Γερμανία συνεχίζει να «σκοτώνει» μια αγορά που απορροφά το ένα-τέταρτο των αμερικανικών εξαγωγών. Και το λυπηρό είναι ότι ούτε οι ΗΠΑ, ούτε οι Ευρωπαίοι εταίροι της Γερμανίας(Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία) φαίνονται αποφασισμένοι να αλλάξουν την οικονομική πολιτική του Βερολίνου.
Ένα σημείο μιας τέτοιας αλλαγής θα ήταν η μεγαλύτερη συνεισφορά της εσωτερικής ζήτησης στην οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, το υποκατάστατο των εξαγωγών μέσω τοπικής παραγωγής και κίνητρα για φιλο-αναπτυξιακές πολιτικές στις πιο φτωχές χώρες της Ε.Ε.
Η Ουάσιγκτον θα μπορούσε -και θα έπρεπε- να βοηθήσει, για το καλό μιας βιώσιμης βορειο-ατλαντικής κοινότητας και προς υπεράσπιση της δυτικής παγκόσμιας τάξης.