Νέο «κόψιμο» του ΔΝΤ για την οικονομία της Ευρωζώνης
Σε μια ακόμα αναθεώρηση επί τα χείρω για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης προχώρησε το ΔΝΤ την Τετάρτη, χαμηλώνοντας την πορεία της ανάπτυξης του ΑΕΠ των χωρών του ευρώ τόσο για φέτος όσο και για τα επόμενα χρόνια.
Ειδικότερα, το Ταμείο αναμένει ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ευρωζώνης στο 1,2% για το 2019 (από 1,3% προηγουμένως) και σε ανάπτυξη του ΑΕΠ με ρυθμό 1,4% για τα έτη 2020 και 2021 (από 1,5% προηγουμένως).
Για τη Γερμανία, το ΔΝΤ αναμένει ανάπτυξη 0,5% του ΑΕΠ για το 2019 έναντι 0,8% προηγουμένως.
Το ΔΝΤ αναθεώρησε επίσης πτωτικά την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της Γαλλίας, της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του μπλοκ, παρά τις καλύτερες των αναμενόμενων εκτιμήσεις για το τρίτο τρίμηνο που ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα. Η χώρα αναμένεται τώρα να αναπτυχθεί με ρυθμό 1,2% φέτος, αντί για 1,3% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.
Για να αντισταθμιστεί η επιβράδυνση, το ταμείο επανέλαβε την έκκληση για μια «συγχρονισμένη δημοσιονομική απάντηση» από τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, σε ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς το Βερολίνο να επενδύσει περισσότερα.
Ανέφερε ότι η επιβράδυνση, που μέχρι στιγμής έχει προκληθεί κυρίως από τον αντίκτυπο που έχει η ένταση στο παγκόσμιο εμπόριο στη εξαγωγική κυρίως βιομηχανία του μπλοκ, θα μπορούσε να μετακυλισθεί στις υπηρεσίες, που είναι ο μεγαλύτερος τομέας της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Η διαδικασία της Βρετανίας για την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι επίσης αιτία ανησυχίας, με ένα Brexit χωρίς συμφωνία να προκαλεί εκτεταμένες αρνητικές επιπτώσεις τόσο στη Βρετανία όσο και την ΕΕ.
Στην περίπτωση ενός συντεταγμένου Brexit, που μπορεί να επισυμβεί έως τα τέλη Ιανουαρίου, το ΔΝΤ επιβεβαίωσε τις προηγούμενες εκτιμήσεις του ότι η βρετανική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,2% φέτος και 1,4% την επόμενη χρονιά. Το 2018 η ανάπτυξη διαμορφώθηκε στο 1,4%.
Το ΔΝΤ αναμένει ο πληθωρισμός στο μπλοκ να διαμορφωθεί στο 1,2% φέτος, στο 1,4% την επόμενη χρονιά και στο 1,5% το 2021, χαμηλότερα από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επίπεδα κοντά αλλά κάτω του 2%.