Η αυτοδυναμία της ΝΔ οδηγεί σε ανατιμολόγηση των assets
Η θεαματική άνοδος του Γενικού Δείκτη στο Χρηματιστήριο Αθηνών και η «βουτιά» της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κάτω από το όριο του 2% αντανακλούν την ανατιμολόγηση των ελληνικών assets, που πήρε ξείνησε μετά τις ευρωελογές και τώρα, ύστερα από την πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μηστοτάκη στη χθεσινή κάλπη, αναμένεται να ενταθεί.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η αγορά θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία, καθώς η ΝΔ σχημάτισε αυτοδύναμη και ισχυρή κυβέρνηση.
Το ράλι σε μετοχές και ομόλογα, το οποίο πήρε σάρκα και οστά την επομένη της 26ης Μαίου, αποτελεί την αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι οι επενδυτές βλέπουν την αλλαγή πολιτικής σελίδας στην Ελλάδα, ως την απόλυτη θετική εξέλιξη για τη χώρα, που θα οδηγήσει σε απεγκλωβισμό από την περίοδο αναιμικής ανάπτυξης και σχεδόν πλήρους απουσίας επενδύσεων. Ήδη, η κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. έχει αυξηθεί κατά 10 δισ. ευρώ μετά τις ευρωκάλπες.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γενικός Δείκτης κινείται στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές του 2018 και στα ίδια επίπεδα, όπου βρισκόταν τον Νοέμβριο του 2014, προτού δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ «ανέβει» στην εξουσία.
Καθώς το ΧΑ έβαλε πλώρη για τις 900 μονάδες, το κόστος του ελληνικού Δημοσίου υποχώρησε σε νέα ιστορικά χαμηλά και το spread έναντι των γερμανικών ομολόγων υποχώρησε σε προ Μνημονίων επίπεδα, κάτω από τις 250 μ.β., η σημερινή συνεδρίαση στη Λεωφόρο Αθηνών, η πρώτη επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, αποκτά μεγάλη βαρύτητα.
Βραχυπρόθεσμα, τα επίπεδα των 910-920 μονάδων αποτελούν αντίσταση στην ανοδική πορεία της αγοράς, η διάσπαση των οποίων θα ανοίξει το δρόμο προς τις 1.000 μονάδες. Στο… βάθος, μάλιστα, οι αναλυτές «βλέπουν» τον ΓΔ να ανέρχεται στα επίπεδα των 1.250- 1.300 μονάδων, θυμίζοντας εποχές διακυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά, όταν διαφαίνονταν βάσιμες ελπίδες για επιστροφή της οικονομίας σε ενάρετο κύκλο.
Άλλωστε, η πλειονότητα των αναλυτών και των κορυφαίων διεθνών «παικτών» εκτιμά ότι η αυτοδυναμία της ΝΔ θα φέρει ενίσχυση της ανάπτυξης και των επενδύσεων, καθώς και αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης.
Ενδεικτικές οι εκτιμήσεις της Citi, σύμφωνα με τις οποίες η επιτάχυνση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων θα οδηγήσει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της χώρας. Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και η επιλεξιμότητά της σε ένα νέο QE, πιθανόν να υπόκειται στην επιστροφή της αξιολόγησής της στο investment grade, τονίζει οίκος.
Προς το παρόν, όπως επισημαίνει, η βιωσιμότητα των δημοσιονομικών μεγεθών της Ελλάδας εξαρτάται από τους πιστωτές της. Παρά το υψηλό επίπεδο χρέους που φτάνει το 180% του ΑΕΠ και το οποίο δεν μειώνεται, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους καθώς και η ανάκαμψη της οικονομίας, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, στη σχέση της Αθήνας με τους πιστωτές οι οποίοι και κατέχουν το 80% του ελληνικού χρέους. Ο κίνδυνος ρήξης Αθήνας - πιστωτών είναι πλέον πολύ μικρότερος από ό,τι στο παρελθόν, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα.
Η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης όσον αφορά τη συνολική ανταγωνιστικότητα και την ικανότητα προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, παρά τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση που σημειώθηκε στο πρόσφατο παρελθόν. Αυτό σε συνδυασμό με τα φτωχά δημογραφικά στοιχεία, περιορίζουν τη δυναμική της ανάπτυξης, ενώ ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος. Έτσι, κατά την άποψη της Citi, οι μεγάλες περικοπές φόρων δεν θα ήταν εφικτές χωρίς περισσότερες μεταρρυθμίσεις, όπως ο "καθαρισμός" των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι διοικητικές / δικαστικές μεταρρυθμίσεις.
Ζητούμενο η ανάπτυξη
Οι προκλήσεις της επόμενης κυβέρνησης, έτσι ώστε να θέσει την ανάπτυξη σε μια ενάρετη πορεία και να οδηγήσει σε μια σταθερή μείωση του χρέους παραμένουν μεγάλες.
Ο κ. Μητσοτάκης σε κάθε ευκαιρία θέτει ως στόχο ρυθμό ανάπτυξης τουλάχιστον 4%.
Ο ρυθμός ανάπτυξης 4% είναι ο αριθμός- κλειδί για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, για να μπορέσει να στηρίξει εκτός των άλλων και τη μείωση των φόρων, αλλά κυρίως αυτό που ενδιαφέρει τις αγορές, τη μείωση του δημοσίου χρέους.
Εάν η Ελλάδα καταφέρει να περάσει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, έτσι ώστε η οικονομία να μεγαλώσει, το χρέος θα μειωθεί σε σχετικούς όρους, δηλαδή θα αντιστοιχεί σε μικρότερο ποσοστό σε σχέση με το ΑΕΠ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παραδίδει έναν αναιμικό ρυθμό ανάπτυξης και η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλείται να φέρει γρήγορα αποτελέσματα, κερδίζοντας το στοίχημα της ανάπτυξης.
Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης θα φέρει μεγαλύτερα έσοδα, κλείνοντας «τρύπες» στον προϋπολογισμό, θα στηρίξει τη μείωση της φορολογίας και θα πείσει δανειστές και αγορές για τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Η ικανότητα της χώρας να επιτύχει υψηλή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια είναι το «κλειδί», για να καθησυχαστούν οι επενδυτές ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους.
Με χαμηλή ανάπτυξη, η Ελλάδα ενδέχεται να χρειαστεί περαιτέρω μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους σε 10-15 χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει ανησυχίες στις αγορές.
Η χαμηλότερη ανάπτυξη θα μπορούσε να αυξήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα (ο κανόνας είναι ότι η μείωση της ανάπτυξης κατά 0,2% αυξάνει το έλλειμμα κατά 0,1% του ΑΕΠ), το οποίο αποτελεί και αυτό βασική κινητήρια δύναμη της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι μία πιο φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική στρατηγική, η οποία θα συμβάλει στην τόνωση της ανάκαμψης μεσοπρόθεσμα και θα στηρίξει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Ως πρωθυπουργός, ο κ. Μητσοτάκης, θέλει να δώσει ώθηση στην οικονομία με μεταρρυθμίσεις και μειώσεις φόρων. Ο ίδιος τονίζει ότι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης 4% είναι στόχος απολύτως ρεαλιστικός για μια οικονομία, που έχασε το ένα τέταρτο της παραγωγής της κατά τα χρόνια της κρίσης.