Citi: Ανάπτυξη, investment grade και δημοσιονομική χαλάρωση με «γαλάζια» νίκη
Με κυβέρνηση της ΝΔ, η ελληνική οικονομία θα σημειώσει ανάπτυξη, οι επενδύσεις θα ενισχυθούν και οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίσουν το αξιόχρεο της χώρας, επισημαίνει η Citigroup, κάνοντας λόγο για «γαλάζια» αυτοδυναμία στις κάλπες της 7ης Ιουλίου.
Σε νέα του έκθεση για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετά τις εθνικές εκλογές, ο οίκος αναφέρεται στις δεσμεύσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για μείωση φόρων και στην φιλική προς τις επενδύσεις ατζέντα του.
Αναφερόμενος στο αποτέλεσμα της Κυριακής, ο οίκος επισημαίνει ότι εκτός από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, δύο με πέντε άλλα κόμματα μπορεί να ξεπεράσουν το 3% και να μπουν στη Βουλή.
«Όσο μικρότερος ο αριθμός των κομμάτων στη Βουλή τόσο μεγαλύτερη θα είναι και πλειοψηφία της ΝΔ», σημειώνει η Citi.
Στην περίπτωση νίκης αλλά χωρίς αυτοδυναμία, η Citi εκτιμά ότι η ΝΔ θα συνεργαστεί με το ΚΙΝΑΛ.
Έρχονται αναβαθμίσεις
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Citi, η ενίσχυση της ανάπτυξης και η επιτάχυνση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της χώρας. Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και η επιλεξιμότητά της σε ένα πιθανό νέο QE, πιθανόν να υπόκειται στην επιστροφή της αξιολόγησής της στο investment grade.
Τα «καυτά» δημοσιονομικά
Προς το παρόν, όπως επισημαίνει, η βιωσιμότητα των δημοσιονομικών μεγεθών της Ελλάδας εξαρτάται από τους πιστωτές της. Παρά το υψηλό επίπεδο χρέους που φτάνει το 180% του ΑΕΠ και το οποίο δεν μειώνεται, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους καθώς και η ανάκαμψη της οικονομίας, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, στη σχέση της Αθήνας με τους πιστωτές, οι οποίοι και κατέχουν το 80% του ελληνικού χρέους. Ο κίνδυνος ρήξης Αθήνας - πιστωτών είναι πλέον πολύ μικρότερος από ό,τι στο παρελθόν, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα.
Η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης όσον αφορά τη συνολική ανταγωνιστικότητα και την ικανότητα προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, παρά τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση που σημειώθηκε στο πρόσφατο παρελθόν.
Αυτό σε συνδυασμό με τα «φτωχά» δημογραφικά στοιχεία, περιορίζουν τη δυναμική της ανάπτυξης, ενώ ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος. Έτσι, κατά την άποψη της Citi, οι μεγάλες περικοπές φόρων δεν θα ήταν εφικτές χωρίς περισσότερες μεταρρυθμίσεις, όπως ο "καθαρισμός" των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι διοικητικές / δικαστικές μεταρρυθμίσεις. Οι προκλήσεις της επόμενης κυβέρνησης, έτσι ώστε να θέσει την ανάπτυξη σε μια ενάρετη πορεία και να οδηγήσει σε μια σταθερή μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, παραμένουν μεγάλες.
Οι δεσμεύσεις
Μετά από πάνω από δέκα χρόνια οικονομικών δυσχερειών (τα πραγματικά κατά κεφαλήν εισοδήματα έχουν μειωθεί σχεδόν κατά 25% από το 2007), τα δύο βασικά κόμματα έχουν στοχεύσει μέσω των τελευταίων εκλογικών τους δεσμεύσεων, να προσελκύσουν τους κεντρώους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης, υποσχόμενοι κυρίως σημαντικές φορολογικές περικοπές.
Το εκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας έχει πιο σαφή προσανατολισμό προς τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προχωρήσει σαφώς σε πιο mainstream οικονομικές θέσεις σε σχέση με πριν από τέσσερα χρόνια, και το σημαντικότερο είναι η κατάργηση της στάσης του κατά του ευρώ. Ωστόσο, το εκλογικό του μανιφέστο εξακολουθεί να γέρνει προς τις αριστερές πολιτικές. Ενώ η πλατφόρμα πολιτικής του περιλαμβάνει ορισμένες φορολογικές περικοπές (μείωση του φόρου αλληλεγγύης, μείωση του εισαγωγικού φόρου εισοδήματος για νέους εργαζόμενους, χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ), δεσμεύεται να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 7,5% το 2020 και το 2021, να αυξήσει τις προσλήψεις στο δημόσιο – στην υγεία και την παιδεία, και να υιοθετήσει πιο "πράσινες" πολιτικές. Σε μία προεκλογική κίνηση τον Μάιο, ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε ένα πακέτο παροχών το οποίο σύμφωνα με την Κομισιόν θα κοστίσει πάνω από το 1% του ΑΕΠ.
Η χρηματοδότηση των φόρων
Όπως επισημαίνει η Citi στην έκθεσή της, η μείωση των φόρων από μακροοικονομική άποψη έχει λογική. Όπως εξηγεί, η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων δέκα ετών επιτεύχθηκε κυρίως μέσω της αυξημένης φορολογίας. Το συνολικό φορολογικό βάρος έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2007. Για παράδειγμα, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε από το 19% το 2007 στο 24%, τα φορολογικά έσοδα από τα ακίνητα αυξήθηκαν από το 1,6% το 2007 στο 3,2% του ΑΕΠ το 2017.
Το παράδοξο είναι πως οι μεγαλύτερες περικοπές δαπανών σημειώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος διάσωσης, υπό την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015. Οι στόχοι για τα πρωτογενές πλεόνασμα έχουν ξεπεραστεί τα τελευταία τρία χρόνια χάρη, κυρίως, στη συνεχιζόμενη υποεκτέλεση των δαπανών στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων.
Κατά την Citi, είναι επιθυμητός ένας χαμηλότερος στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ωστόσο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί δημοσιονομικός χώρος. Όπως επισημαίνει, ο τρόπος με τον οποίον χρηματοδοτούνται οι μειώσεις φόρων – ο συνδυασμός χαμηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος και χαμηλότερων δημόσιων δαπανών- θα είναι κρίσιμης σημασίας για τον καθορισμό της αποτελεσματικότητάς του στην καλλιέργεια της ανάπτυξης. Ένα χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του 4,4% του ΑΕΠ που επιτεύχθηκε το 2018 είναι οπωσδήποτε δυνατός και πιθανότατα επιθυμητός, δεδομένου ότι ο μεταμνημονιακός στόχος είναι για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ (μέχρι το 2022).
Ο κ. Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί με τους πιστωτές για να υπάρξει μείωση του στόχου, κάτι που πιθανόν θα είναι εφικτό εάν μπορέσει να περάσει ταυτόχρονα ένα θαρραλέο πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύει την ανάπτυξη. Με το χρέος στο 180% του ΑΕΠ, ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε δυνητικά να μειώσει το χρέος, αντί να το αυξήσει, καθώς μια υψηλότερη κατά 1 ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ (ή μείωση 100 μ.β. στο μέσο κόστος του χρέους) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματική στη μείωση του χρέους απ’ ότι ένα επιπλέον πρωτογενές πλεόνασμα 1 ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ.
Ωστόσο, το περιθώριο για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα έχει ήδη μειωθεί καθώς το πρόσφατο πακέτο μέτρων της κυβέρνησης, που κατά κύριο λόγο αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες, είναι πιθανό να διαβρώσει μέρος αυτού του δημοσιονομικού χώρου, εκτός και αν αντιστραφεί από μια νέα κυβέρνηση της ΝΔ. η Τράπεζα της Ελλάδος εκτίμησε αυτήν την εβδομάδα πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα περιοριστεί στο 2,9% του ΑΕΠ φέτος ως αποτέλεσμα των μέτρων.