Πού θα πάνε ΧΑ και ομόλογα;
Με το προεκλογικό πανηγύρι που έχουν στήσει οι επενδυτές σε Λεωφόρο Αθηνών και αγορά ομολόγων, προβλέπουν όχι μόνο ισχυρή πλειοψηφία τη Ν.Δ στις εθνικές εκλογές, αλλά και σημαντικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία, οι οποίες θα αλλάξουν, θα μειώσουν το επενδυτικό ρίσκο για τη χώρα.
Η άνοδος της αγοράς από τη Δευτέρα κατά περίπου 12% και η άνοδος των κεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών στα 9 δισ. ευρώ αποδίδεται σύμφωνα με ξένους αναλυτές στην προσδοκία για γρήγορη αλλαγή στο προφίλ ρίσκου της χώρας μας με την ανάληψη της εξουσίας από τη Ν.Δ
Στο χρηματιστήριο η αγορά χθες κατέγραψε νέα υψηλά έτους με τους αναλυτές να βλέπουν στην επόμενη φάση ανόδου τις 850-900 μονάδες.
Οι μεγαλύτερες όμως προσδοκίες εκφράζονται για την πορεία των αποδόσεων στην αγορά ομολόγων και η πλειοψηφία των αναλυτών εκτιμά ότι σύντομα η απόδοση του 10ετούς ομολόγου θα υποχωρήσει κάτω από το 3% και θα φθάσει στο αντίστοιχο ιταλικό στο 2,70%.
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η Ελλάδα υπολείπεται 3 βαθμίδες από την Ιταλία που διαθέτει επενδυτική βαθμίδα.
Οι ξένοι οίκοι αξιολόγησης ετοιμάζονται να αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία μετά την επικράτηση της Ν.Δ και να φέρουν την Ελλάδα πιο γρήγορα σε «επενδυτική βαθμίδα» εντός του 2020.
Έως τώρα οι διαχειριστές των ξένων οίκων προέβλεπαν ότι, επειδή η Ελλάδα έχει αργό αναπτυξιακό βηματισμό, θα αργήσει τουλάχιστον άλλα δύο χρόνια να επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα (investment grade) των οίκων αξιολόγησης, ώστε να επανέλθουν στα ελληνικά ομόλογα τα τεράστια επενδυτικά funds της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων, που επενδύουν μόνο σε υψηλής ποιότητας χρεόγραφα.
Το νέο σενάριο που τιμολογείται ήδη από τους επενδυτές προβλέπει ότι θα αλλάξει ακριβώς αυτή η πορεία προς την πλήρη επάνοδο στη διεθνή αγορά: μια νέα κυβέρνηση, που θα έχει την τόλμη να προχωρήσει σε όλα τα μέτρα που χρειάζονται για να τονωθεί η επιχειρηματικότητα και η επενδυτική δραστηριότητα, θα μπορέσει πολύ γρήγορα να απελευθερώσει το δυναμισμό της οικονομίας, ώστε ο ρυθμός ανάπτυξης να κινηθεί γρήγορα προς το 3% ή και στο 4% και ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης να φθάσει ή να ξεπεράσει το 2% και να φύγουν από το προσκήνιο οι τελευταίες αμφιβολίες για τη δυνατότητα της χώρας να αντέξει το υψηλό χρέος της μακροπρόθεσμα.